Τρίτη 1 Μαΐου 2012

Η ακροδεξιά άνοδος και η αριστερά

Η ακροδεξιά άνοδος και η αριστερά
FREE photo hosting by Fih.grΟι δημοσκοπήσεις που είδαν το φως ως τις 20 Απρίλη συμφωνούν αδιάλειπτα στην εντυπωσιακή άνοδο της ακροδεξιάς, μια άνοδο το λιγότερο συγκρίσιμη με εκείνη της αριστεράς. Χαρακτηριστικά, η δημοσκόπηση της Marc στις 17/4 δίνει αθροιστικά στα τρία κόμματα της ακροδεξιάς (Ανεξάρτητοι Έλληνες, ΛΑΟΣ, Χρυσή Αυγή) ένα ποσοστό της τάξης του 20%, ίσο περίπου με εκείνο που συγκεντρώνουν μαζί τα κόμματα της «καθαυτό» αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ)1. Αλλά ακόμη και αν επιβεβαιωθούν άλλες δημοσκοπήσεις (VPRC και PULCE RC, 19/4, κλπ.), που δίνουν μια αναλογία της τάξης του 24-20% υπέρ της αριστεράς, το φαινόμενο δεν παύει να είναι εξαιρετικά ανησυχητικό και επικίνδυνο, καθώς δείχνει μια ισχυρή και αυξανόμενη δυναμική ανόδου της ακροδεξιάς.
Χρήστος Κεφαλής (Συνεργάτης του Πολιτικού Καφενείου)

Από την άλλη μεριά, οι δημοσκοπήσεις καταγράφουν μια θεαματική πτώση των δυο μεγάλων κομμάτων του κατεστημένου, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ. Τα δυο κόμματα, που εναλλάσσονταν στην εξουσία από το 1974, συγκεντρώνουν μετά βίας ένα 40%. Αυτή η τάση δεν ανακόπηκε με την προσέγγιση των εκλογών, ούτε έχει καταγραφεί κάποια συσπείρωση πρώην ψηφοφόρων του δικομματισμού. Διαμορφώνεται έτσι ένα τυπικό σκηνικό Βαϊμάρης, όπου σε συνθήκες βαθιάς οικονομικής κρίσης και μαζικής εξαθλίωσης, προχωρά μια διαδικασία διάλυσης του παλιού πολιτικού συστήματος και δημιουργίας νέων σχηματισμών του κατεστημένου, κατά κανόνα πιο αντιδραστικών-ακροδεξιών αλλά και πιο δημαγωγικών.

Δεν πρόκειται για μια ελληνική πρωτοτυπία. Ο νεοφασισμός και η ακροδεξιά ενισχύονται πανευρωπαϊκά την τελευταία 20ετία, πρώτα σε χώρες όπως η Ιταλία, Γαλλία και Αυστρία, και μετά σε πολλές χώρες της Βόρειας και Ανατολικής Ευρώπης. Η δημιουργία όμως στην Ελλάδα, με την εφαρμογή των μνημονίων, ακραίων συνθηκών φτώχειας και κοινωνικής διάλυσης, που δεν υπάρχουν ακόμη σε άλλες δυτικοευρωπαϊκές χώρες, δίνει στο φαινόμενο ένα δραματικό χαρακτήρα. Ενώ αλλού χρειάστηκαν χρόνια για να εδραιωθούν τα ακροδεξιά κόμματα σε ποσοστά της τάξης του 15%, σε μας αυτό πάει να συμβεί μονομιάς, θυμίζοντας τις γερμανικές εκλογές του 1930, όταν οι ναζί εκτοξεύθηκαν από το 2,8 στο 18,2%. Και από το ένα ακροδεξιό κόμμα της προηγούμενης Βουλής (ΛΑΟΣ) με 5,6%, μπορεί να δούμε στη νέα Βουλή τρία, περιλαμβανόμενων των φασιστών της Χρυσής Αυγής.
Μέσα σε αυτό το γενικό φόντο, το τελευταίο διάστημα, με καταλύτη τις επικείμενες εκλογές, είχαμε μια δραματική επιτάχυνση των εξελίξεων στον ακροδεξιό χώρο.
Μέσα σε λίγες μέρες αποκρυσταλλώθηκαν υπόγειες τάσεις χρόνων, ορισμένες από τις οποίες είχαν προβλεφθεί, αλλά και άλλες απρόβλεπτες, όπως:
- Η συνεργασία του κόμματος του Καμμένου με το κόμμα του Δημαρά
- Η συνεργασία των οργανώσεων του Παπαθεμελή και του Καζάκη
- Η προσχώρηση Κύρτσου στο ΛΑΟΣ
- Η δημοσκοπική σταθεροποίηση της Χρυσής Αυγής σε ποσοστά της τάξης του 5% και η επιβεβαίωση της υψηλής απήχησής της στους νέους ψηφοφόρους.
Από την άλλη μεριά, η ακροδεξιά άνοδος συντελείται σε ένα σκηνικό σύγχυσης και έλλειψης μιας εναλλακτικής ριζοσπαστικής προοπτικής, που κάνει σχετικά πλατιές λαϊκές μάζες δεκτικές στην επιρροή αυτών των δυνάμεων. Η πολυδιάσπαση της αριστεράς, με κύρια ευθύνη της νεοσταλινικής ηγεσίας του ΚΚΕ, και η συνακόλουθη αδυναμία της όχι μόνο να προβάλει μια πειστική προοδευτική διέξοδο, αλλά και να αντιπαρατεθεί αποτελεσματικά στην ακροδεξιά δημαγωγία, την οποία συστηματικά υποτιμά, αποτελούν ένα πρόσθετο αρνητικό στοιχείο της κατάστασης. Ακόμη χειρότερα, η εμπειρία δείχνει ότι η αριστερά δεν είναι απρόσβλητη στα ακροδεξιά ιδεολογήματα, χαρακτηριστικό δείγμα της οποίας αποτελεί, πέρα από τη συνεργασία Καζάκη-Παπαθεμελή, η υιοθέτηση των εθνικιστικών σχημάτων περί «κατοχής» από ποικίλες αριστερές ομάδες, κοκ.

Έχοντας ασχοληθεί ήδη αλλού με τα ζητήματα που βάζει η ακροδεξιά άνοδος στους μαρξιστές και με το κόμμα του Καμμένου2, θα προβούμε εδώ σε μια συνολική αποτίμηση των πρόσφατων αποκρυσταλλώσεων στο χώρο της ακροδεξιάς και των ζητημάτων που θέτουν από την άποψη της αριστερής, ριζοσπαστικής πολιτικής.

1. Η στρατηγική του κατεστημένου και η ακροδεξιά

Στην ανάλυσή μας των εξελίξεων στην ακροδεξιά ξεκινάμε από την αφετηρία ότι η κυβέρνηση Παπαδήμου σηματοδοτεί στην Ελλάδα την έναρξη μιας ανοικτής κρίσης και αποσταθεροποίησης όχι μόνο του δικομματικού πολιτικού συστήματος αλλά και του κοινοβουλευτισμού γενικά. Αυτή η κρίση απορρέει κυρίως από το γεγονός ότι οι λαϊκές αντιδράσεις στην πολιτική των μνημονίων έχουν πάρει τέτοια έκταση, που δεν μπορεί να ελεγχθούν πια με τα συνηθισμένα αστικά, κοινοβουλευτικά μέσα. Καθώς ο κοινοβουλευτισμός και η κρατική μηχανή τρίζουν και αποσυντίθενται λόγω της κρίσης, η πίεση των από κάτω αρχίζει να ξεπερνά τα όρια αντοχής τους. Δημιουργείται έτσι μια προεπαναστατική κατάσταση, την οποία ο ίδιος ο γερμανός υπουργός οικονομικών Σόιμπλε περιέγραψε παραφράζοντας μια οικεία ρήση του Λένιν: «Στην Ελλάδα», είπε, «το πολιτικό σύστημα δεν μπορεί να κυβερνήσει και ο λαός δεν θέλει να κυβερνηθεί»3.

Αυτό δημιουργεί την ανάγκη στο κατεστημένο για νέες, πιο αντιδραστικές μορφές διακυβέρνησης, που μπορεί βαθμιαία να φτάσουν ως την ανοικτή δικτατορία ή το φασισμό, ώστε να επιβληθεί η «τάξη» και να προστατευτούν τα συμφέροντα της ολιγαρχίας. Η κυβέρνηση Παπαδήμου αποτελεί το πρώτο, σχετικά δειλό ακόμη βήμα στη κατεύθυνση αυτής της μελλοντικής εκτροπής. Η κυβέρνηση αυτή συγκρίνεται εύλογα με τις κυβερνήσεις του Μπρίνινγκ και του Τζιολίτι στην αρχική φάση της φασιστικής ανόδου στη Γερμανία και την Ιταλία. Αντιπροσωπεύει μια ασθενική μορφή βοναπαρτισμού, καθώς το παραδοσιακό πολιτικό προσωπικό και οι κοινοβουλευτικές διαδικασίες του συστήματος αντικαθίσταται εν μέρει από το τεχνικό προσωπικό και τη γραφειοκρατική διακυβέρνηση. Στην Ιταλία, όπου το σύστημα είναι πιο ισχυρό, η βοναπαρτιστική εξαλλαγή εκπληρώθηκε πληρέστερα με τη δημιουργία της αμιγώς τεχνοκρατικής κυβέρνησης του Μόντι4.

Η κυβέρνηση Παπαδήμου δεν είναι λοιπόν μια χούντα ή φασιστική κατοχή, όπως λαθεμένα και υπερβολικά λένε ορισμένες ομάδες στην αριστερά, αλλά η εισαγωγή στο βοναπαρτισμό της προφασιστικής περιόδου. Ως τέτοια δεν αναιρεί τον κοινοβουλευτισμό, που εξακολουθεί να υπάρχει έστω υποβαθμισμένα, ούτε είναι ικανή να τον αναιρέσει και να επιβάλει την τάξη με δικτατορικά μέτρα. Η ριζική υπονόμευση και ανατροπή του κοινοβουλευτισμού θα είναι το έργο ακριβώς των ακροδεξιών δυνάμεων, απαιτώντας σειρά παραπέρα βήματα φασιστικοποίησης. Αν οι δυνάμεις αυτές ενισχυθούν και καταφέρουν να εκπληρώσουν αυτά τα βήματα αναλαμβάνοντας στην πορεία τη διακυβέρνηση, τότε και μόνο τότε θα δημιουργηθούν οι όροι για μια ανοικτή δικτατορική ή φασιστική εκτροπή.

Οι εξελίξεις που μόλις περιγράψαμε δεν μπορεί, βέβαια, να συμβούν εντελώς άμεσα. Και μόνο η διάσπαση της εγχώριας ακροδεξιάς σε τρία κομμάτια σημαίνει ότι θα απαιτήσουν κάποιο χρόνο. Εξάλλου, ο δικομματισμός διατηρεί ακόμη ορισμένες δυνάμεις και, όπως δείχνουν τα πράγματα, χάρη στον εκλογικό νόμο, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ θα εξασφαλίσουν μια μικρή πλειοψηφία σχηματίζοντας μια ασταθή κυβέρνηση, με την πιθανή στήριξη κομμάτων όπως η Δημοκρατική Συμμαχία ή η ΔΗΜΑΡ. Η ύπαρξη της ΕΕ και η πρωτοκαθεδρία εντός της των νεοφιλελεύθερων και όχι των ακροδεξιών-φασιστικών κομμάτων του κατεστημένου, είναι επίσης ένας ανασχετικός παράγοντας που θα αναγκάσει τις ακροδεξιές δυνάμεις να ελιχθούν για ένα διάστημα ακόμη και αν εξασφαλίσουν την πλειοψηφία σε μια χώρα.
Από την άλλη μεριά, είναι σαφές ότι σημαντικά κέντρα του κατεστημένου ήδη στρέφονται προς τις ακροδεξιές «εφεδρείες» του συστήματος. Δεν τις αξιοποιούν μόνο σαν ένα σκιάχτρο για να αναγκάσουν τον κόσμο να υποστηρίξει το δικομματισμό, αλλά τις υπολογίζουν ήδη ως ένα παράγοντα ικανό να επιβάλει μελλοντικά αυταρχικές λύσεις ώστε να ξεπεραστεί η κρίση με τη συντριβή του εργατικού κινήματος. Η αποδοχή από καιρό των ακροδεξιών κομμάτων στα ΜΜΕ (ακόμη και της Χρυσής Αυγής τελευταία) στο όνομα της πολυφωνίας, η σύνδεση του ΛΑΟΣ με την εκκλησία, η ισχυρή πρόσδεση μιας μερίδας του Κίτρινου Τύπου (Πρώτο Θέμα, Real News, Αυριανή, κ.ά.) και μεγαλοδημοσιογράφων των καναλιών (Τράγκας, κ.ά.) με την ακροδεξιά, οι διασυνδέσεις των παρακρατικών της Χρυσής Αυγής με την ασφάλεια, η ανάδειξη του μεταναστευτικού σε κύριο θέμα από τα ΜΜΕ – όλα αυτά δείχνουν μια ισχυροποιούμενη συστημική στήριξη της ακροδεξιάς. Με δεδομένη την παραπέρα όξυνση της κρίσης, τη συνεχιζόμενη λεηλασία της χώρας με τα μνημόνια και την αδυναμία εύρεσης μιας ομαλής διεξόδου, η στροφή αυτή θα συνεχιστεί και θα εντείνεται. Ίσως μάλιστα το τωρινό παιγνίδι σε δυο ταμπλό δώσει μελλοντικά τη θέση του σε μια προνομιακή υποστήριξη της ακροδεξιάς από την άρχουσα τάξη της χώρας μας.

2. Οι τελευταίες εξελίξεις στην ακροδεξιά
Μέσα σε αυτό το γενικό πλαίσιο χρειάζεται να δούμε τις πρόσφατες εξελίξεις στα κόμματα και το χώρο της ακροδεξιάς:

Το πρόγραμμα του Καμμένου και η συνεργασία Καμμένου-Δημαρά

Η δημοσιοποίηση του προγράμματος των «Ανεξάρτητων Ελλήνων» στις αρχές Απρίλη και η συνεργασία του Καμμένου με τον Δημαρά επιτρέπουν μια πιο ακριβή εκτίμηση του χαρακτήρα του κόμματός του αλλά και τη στρατηγικής της ακροδεξιάς γενικότερα.

Το πρόγραμμα του κόμματος του Καμμένου είναι ένα σημαντικό ντοκουμέντο, ακριβώς γιατί αποκρυσταλλώνει την ακροδεξιά φυσιογνωμία του νέου κόμματος, αλλά και το μελλοντικό ρόλο του στην προώθηση μιας παραπέρα υποβάθμισης και αυταρχικής εξαλλαγής της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Η δημοσιοποίησή του – όπως επισημάνθηκε πλατιά από μαρξιστές σχολιαστές5 – διαλύει και την παραμικρή αμφιβολία, που μπορεί να υπήρχε προηγούμενα, πως η αντιμνημονιακή στάση του νέου κόμματος ίσως περιείχε και κάποια στοιχεία προοδευτικά.
Ένα πρώτο σημείο αφορά την ουσιαστική σύμπτωση του προγράμματος του Καμμένου με εκείνο του ΛΑΟΣ και ακόμη με βασικά στοιχεία στο πρόγραμμα της ΝΔ. Στην οικονομική και κοινωνική του διάσταση, διακρίνεται από ακραία νεοφιλελεύθερη λογική, με άξονες όπως η χαμηλή φορολόγηση επιχειρηματικών κερδών και ατομικού πλούτου, η δημιουργία φορολογικών παραδείσων, η ιδιωτικοποίηση ακόμη και πανεπιστημίων και φυλακών, η επέκταση της επισφάλειας, κοκ. Η ουσία – και η αυταπάτη – του προγράμματος είναι ότι η εφαρμογή αυτών των μεταρρυθμίσεων μπορεί μέσα στην τωρινή διαμόρφωση του διεθνούς καπιταλισμού και των οργανισμών του να γίνει με τέτοιο τρόπο ώστε να ευνοηθεί η εγχώρια αστική τάξη και όχι οι διεθνείς δανειστές και σε αυτή τη βάση να κερδηθεί η υποστήριξη πλατιών μικροαστικών στρωμάτων μοιράζοντάς τους μερικά ψίχουλα. Αυτή η αυταπάτη «τεκμηριώνεται» με φαιδρές εκτιμήσεις, όπως η διαπίστωση του ίδιου του Καμμένου σε πρόσφατη συνέντευξή του ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση από την ίδρυσή της ως το 2010 ήταν «Ευρώπη των λαών» και άλλαξε τον Απρίλιο του 2010, όταν έγινε «Ευρώπη των αγορών» με τα μέτρα που υιοθετήθηκαν σε βάρος της χώρας μας6.
Ταυτόχρονα, είναι περίοπτα στο πρόγραμμα τα αυταρχικά μέτρα που υιοθετούνται για την επιβολή των προτεινόμενων νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων. Μεταξύ άλλων, περιλαμβάνουν: τοποθέτηση επικεφαλής των υπουργείων Εθνικής Άμυνας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης του αρχηγού ΓΕΕΘΑ, του αρχηγού της αστυνομίας και του προέδρου του Αρείου Πάγου αντίστοιχα, και ανάθεση του στρατηγικού σχεδιασμού της χώρας σε μη πολιτικά, «υπερκομματικά» δήθεν, συμβούλια· μαζική απέλαση λαθρομεταναστών και αλλαγή των νόμων για την ιθαγένεια· πλήρης κατάργηση του ασύλου· ενίσχυση των κατασταλτικών μηχανισμών και πλήρης αποκατάσταση των απωλειών εισοδήματος των στρατιωτικών· εθνικιστικό ξαναγράψιμο των σχολικών βιβλίων, κοκ.

Κρίσιμη είναι εδώ η πρώτη πρόταση για κατάργηση της διάκρισης πολιτικής και στρατιωτικής εξουσίας, αφού η υλοποίησή της θα μετακινούσε πολλά εμπόδια στην επιβολή ακόμη πιο αυταρχικών λύσεων ή και μιας ανοικτής δικτατορίας, αν η αστική τάξη προσανατολιζόταν σε αυτή την επιλογή. Αυτό φέρνει το κόμμα του Καμμένου κοντά στο παραπέρα στάδιο της βοναπαρτιστικής εξαλλαγής που εκπροσωπούσαν στη Γερμανία απέναντι στον Μπρίνινγκ οι κυβερνήσεις του Πάπεν και του Σλάιχερ. Ιδιαίτερα ο Σλάιχερ, ένας «κομματικά ανένταχτος» στρατηγός, ήταν στα τέλη του 1932 ταυτόχρονα πρωθυπουργός του Ράιχ και της Πρωσίας και υπουργός άμυνας, συγκεντρώνοντας στο πρόσωπό του, με το παραπάνω είναι αλήθεια, τις «εξυγιαντικές» λύσεις που οραματίζεται ο Καμμένος. Όμως ο Σλάιχερ ήταν μέλος της καμαρίλας του Χίντενμπουργκ και επιδόθηκε σε μια προσπάθεια να επιβάλει δικτατορία, μετά την αποτυχία της οποίας η αστική τάξη της Γερμανίας έδωσε ανοιχτά την προτίμησή της στον Χίτλερ. Το πρόγραμμα του Καμμένου επιδιώκει ουσιαστικά της θεσμοποίηση αυτής της καμαρίλας, που λειτουργεί άτυπα σε κάθε καπιταλιστική χώρα, από τις γραμμές της οποίας θα μπορεί να βγει ένας εγχώριος Σλάιχερ. Το ότι για την ώρα οι προτάσεις αυτές γίνονται μόνο από το κόμμα του Καμμένου δεν αποτελεί λόγο εφησυχασμού· απεναντίας, τίποτα δεν αποκλείει να υιοθετηθούν και από τα άλλα, παραδοσιακά αστικά κόμματα καθώς η κρίση θα βαθαίνει.

Η άλλη, στενά συνυφασμένη διάσταση που διαπερνά το πρόγραμμα του Καμμένου, είναι η ακροδεξιά δημαγωγία, η προσπάθεια, δηλαδή, με μερικά δημαγωγικά αόριστα μέτρα ή διακηρύξεις να δοθεί η εντύπωση μιας φιλολαϊκής κατεύθυνσης. Ο Καμμένος αξιοποιεί συστηματικά στους λόγους του γι’ αυτό το σκοπό τη ρητορική περί «κατοχής», κ.λπ., με την οποία επιχειρείται να εμφανιστεί ότι η καταβαράθρωση της χώρας είναι το αποτέλεσμα της «προδοσίας» ορισμένων ατόμων (Γ. Παπανδρέου, Παπαδήμος, κ.λπ.), και να καλλιεργηθεί έτσι η ψευδαίσθηση ότι η έξοδος από την κρίση είναι εφικτή χωρίς ριζικές κοινωνικές αλλαγές, και μάλιστα ακόμη με την εμβάθυνση των αντιδραστικών νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Αρκεί να οδηγηθούν οι «προδότες» πολιτικοί στη φυλακή, να τιμωρηθούν μερικοί παράγοντες που εμπλέκονται σε σκάνδαλα, κ.λπ., και η πατρίδα θα ορθοποδήσει: τέτοιο είναι το μήνυμα που θέλει να περάσει ο Καμμένος. Στην πράξη, μια τέτοια προσέγγιση δεν μπορεί να εγγυηθεί ούτε καν την περιορισμένη κάθαρση που επαγγέλλεται· ας θυμηθούμε πώς στα 1919-20 ο Μουσολίνι υποσχόταν την κατάργηση της βασιλείας και την εκτέλεση του τότε πρωθυπουργού Τζιολίτι, για να κάνει πίσω και να συνεργαστεί με τον Τζιολίτι το 1921.

Αυτή η δημαγωγία, σε συνδυασμό με την αταξική ρητορική (εμφανή και στον τίτλο «Ανεξάρτητοι Έλληνες» κ.λπ.), είναι η πιο επικίνδυνη διάσταση του όλου εγχειρήματος, γιατί βασίζεται στην ευπιστία του κόσμου και αξιοποιεί τις αυταπάτες των μικροαστών για μια άμεση και εύκολη διέξοδο από την κρίση. Η σύμπραξη του Καμμένου με το κόμμα του Δημαρά ενισχύει την αποτελεσματικότητα της δημαγωγίας του, προσθέτοντας μια νότα «αριστερού» ριζοσπαστισμού. Φυσικά αυτός ο ριζοσπαστισμός θα είναι εντελώς ψευδεπίγραφος, αφού ο Δημαράς διακρίθηκε όλα αυτά τα χρόνια για την πλήρη ασάφεια του αντιμνημονιακού λόγου του και την άρνηση να αναλάβει οποιεσδήποτε δεσμεύσεις. Με δεδομένη τη δημοτικότητά του όμως είναι δυνατό να έχει μια απήχηση. Θα επιτρέψει στο κόμμα του Καμμένου να διεκδικήσει την τρίτη θέση, χωρίς να μπορεί να αποκλειστεί εντελώς και η δημιουργία μιας δυναμικής που θα του έδινε ακόμη και τη δεύτερη θέση, μπροστά από το φθαρμένο ΠΑΣΟΚ.

Ο τελευταίος κίνδυνος θα είναι σαφώς μεγαλύτερος αν οι εκλογές της 6ης Μαΐου δεν αναδείξουν κυβέρνηση και υπάρξουν επαναληπτικές εκλογές, με μια πιθανή συνεργασία ή μεταπηδήσεις ανάμεσα σε συγγενείς ακροδεξιές δυνάμεις («Ανεξάρτητοι Έλληνες», ΛΑΟΣ). Φυσικά, ανάλογες ανακατατάξεις θα είναι ακόμη πιο πιθανό να συμβούν αν η όποια κυβέρνηση συνεργασίας ΝΔ-ΠΑΣΟΚ καταρρεύσει μετά από μερικούς μήνες, όπως εύλογα προβλέπουν ότι θα συμβεί πολλοί σχολιαστές.

Η συνεργασία Καζάκη-Παπαθεμελή και ο «αριστερός» εθνικισμός

Η συνεργασία Καζάκη-Παπαθεμελή είναι ένα μικρό – και πιο «αριστερό» – αντίγραφο του μπλοκ Καμμένου-Δημαρά. Αντί για έναν ακραιφνή δεξιό εθνικιστή όπως ο Καμμένος, έχουμε έναν «κεντρώο» εθνικιστή, τον Παπαθεμελή. Και αντί για έναν διαφωνούντα παράγοντα του ΠΑΣΟΚ (Δημαρά), έναν πρώην μαρξιστή δημοσιολόγο προερχόμενο από το ΚΚΕ, τον Δ. Καζάκη. Αυτό προσδίδει διπλό ενδιαφέρον στο όλο εγχείρημα, πρώτα γιατί η επανάληψη του ίδιου περίπου πράγματος δυο φορές δεν μπορεί να είναι τυχαία, και δεύτερο, ως αφορμή για ένα σχολιασμό των εθνικιστικών λογικών στο χώρο της αριστεράς. Το τελευταίο αφορά πρώτιστα την άποψη ότι η κυβέρνηση Παπαδήμου είναι μια «χούντα» ή «κατοχή» και το ερώτημα αν μια τέτοια εκτίμηση είναι συμβατή με μια μαρξιστική ανάλυση της κατάστασης, όπως ισχυρίζεται και προσπαθεί να δείξει ο Καζάκης.

Η καταγγελία του Παπαδήμου ως νέου Τσολάκογλου και η σύγκριση της κυβέρνησής του με το φασισμό και τη χούντα είναι πλατιά διαδεδομένη στους απλούς αγωνιστές των κινημάτων. Τη διατύπωσε ο Δημήτρης Χριστούλας στο συνταρακτικό σημείωμά του και την αποτυπώνει το λαϊκό σύνθημα, βγαλμένο από το κίνημα των Αγανακτισμένων, «Ψωμί, παιδεία, ελευθερία, η χούντα δεν τελείωσε το ’73».
Φυσικά είναι απόλυτα αποδεκτό όταν αυτή η σύγκριση γίνεται μεταφορικά από το λαό, ως ένα σχήμα λόγου, για να τονίσει την εξαχρείωση των κρατούντων. Ως τέτοια εκφράζει την οργή και την αγανάκτηση του κόσμου, καθώς και τη διάθεσή του να αγωνιστεί για μια ριζική αλλαγή. Με αυτή την έννοια δεν θα είχε να πει κανείς κάτι εναντίον της.

Εδώ ωστόσο δεν μας ενδιαφέρει αυτό αλλά κάτι άλλο, δηλαδή η θεωρητικοποίηση της άποψης περί «κατοχής» από ορισμένες δυνάμεις με αριστερές αναφορές και καταβολές, τυπικός εκπρόσωπος των οποίων είναι ο Καζάκης. Το ερώτημα που θα πρέπει να τεθεί σε αυτή τη συνάφεια είναι: Μπορεί η συγκεκριμένη άποψη να γίνει η θεωρητική μαρξιστική βάση για να θεμελιωθεί μια αριστερή πολιτική και πρόγραμμα;
Το απλό γεγονός ότι τα περί «κατοχής» και «χούντας» χρησιμοποιούνται κατά κόρο από τα κόμματα του Καμμένου και του Παπαθεμελή, τη Χρυσή Αυγή, παράγοντες της Εκκλησίας, απόστρατους, ένα σωρό ακροδεξιές ομάδες και μπλογκ στο Διαδίκτυο, θα έπρεπε να είναι αρκετή απόδειξη ότι δεν είναι κατάλληλη βάση μιας αριστερής πολιτικής. Ακόμη περισσότερο όταν οι ακροδεξιές δυνάμεις δεν καταφεύγουν απλά στην «αντικατοχική» ρητορεία, αλλά αυτή αποτελεί την πεμπτουσία της προσέγγισής τους. Προφανώς, αν η θέση αυτή ήταν αριστερή και ριζοσπαστική, θα ήταν δείγμα ομαδικής παράκρουσης να την υιοθετούν όλες οι ακραία αντιδραστικές δυνάμεις. Στην πραγματικότητα, το κόμμα του Καμμένου και οι ακροδεξιές ομάδες καταφεύγουν σε αυτή την ψευδο-ριζοσπαστική ρητορική όχι μόνο για να αρνηθούν και να συσκοτίσουν το κοινωνικό περιεχόμενο του αγώνα και να νομιμοποιήσουν τον εθνικισμό και τις υπερταξικές τους πόζες, αλλά και να απομακρύνουν τις υποψίες από πάνω τους ότι μπορεί να επιβουλεύονται οι ίδιοι τη δημοκρατία.

Η συνεργασία Καζάκη-Παπαθεμελή επιτρέπει να δούμε το ίδιο θέμα από μια άλλη σκοπιά, δηλαδή πώς η θεωρητικοποίηση της άποψης περί «κατοχής» γίνεται η βάση για το πέρασμα μιας μερίδας μαρξιστών και αριστερών διανοούμενων σε εθνικιστικές, αστικές θέσεις.

Πρόκειται, βέβαια, για ένα συνηθισμένο φαινόμενο σε εποχές οξείας κρίσης. Σε τέτοιες εποχές, η στάση της διανόησης είναι αντιφατική. Ορισμένες ομάδες της ριζοσπαστικοποιούνται, άλλοτε ουσιαστικά και άλλοτε επιδερμικά. Συμβαίνει όμως συχνά, ιδιαίτερα όταν έχουν προηγηθεί ήττες και υποχωρήσεις του κινήματος (όπως το έδειξε τυπικά η εμπειρία της Ρωσικής Επανάστασης του 1905-07) ομάδες της διανόησης να υποχωρούν στις δυσκολίες και να καλύπτουν το πέρασμά τους στην αντίδραση και την εγκατάλειψη της μαρξιστικής θεώρησης με ψευδο-ριζοσπαστικές φράσεις. Η ρητορική περί «κατοχής» αποδεικνύεται εδώ ένα όχημα και μια μεταμφίεση αυτής της συντηρητικής μετατόπισης στην παρούσα ελληνική συγκυρία.
Ο Καζάκης ήταν στο παρελθόν ένας μαρξιστής οικονομολόγος και ως τα τέλη του 2010 ανέλυε θέματα της οικονομικής κρίσης από μια μαρξιστική γενικά σκοπιά. Σε αυτή την περίοδο, έλεγε όχι λίγα σωστά πράγματα για την παύση πληρωμών, την τοποθέτηση του θέματος από τους κλασικούς του μαρξισμού και τους Μπολσεβίκους, τη σημασία του αιτήματος στο παρόν στάδιο και την αυθαιρεσία της δήθεν επαναστατικής απόρριψής του από το ΚΚΕ, κοκ7. Όπως με αρκετούς άλλους μαρξιστές στο παρελθόν, η αιτία της παρακμής του ήταν ότι, κριτικάροντας τη δήθεν-ταξική στενότητα του δογματισμού πέρασε στο άλλο άκρο, της κατάργησης κάθε ταξικής διάκρισης των θέσεων. Δείχνοντας ότι η σταλινική λογική του ΚΚΕ, «από τη μια εμείς, από την άλλη όλοι οι άλλοι», είναι λαθεμένη, υιοθέτησε τη λογική ότι μπορεί να πάμε με όλους τους άλλους, ακόμη και με δυνάμεις που είναι σταθερά τοποθετημένες στο στρατόπεδο της αντίδρασης, και να παραμένουμε αριστεροί.

Τον τελευταίο ενάμιση χρόνο ο Καζάκης προχώρησε σε αυτή την κατεύθυνση χωρίς αναστολές. Ακολούθησε μια πορεία που τον έφερε διαδοχικά να περνά ή να συνεργάζεται με οργανώσεις που διακρίνονται για τις εθνικιστικές και ακροδεξιές τους αναφορές, όπως το Άρδην, διάφοροι απόστρατοι δεξιοί, εν μέρει η Σπίθα, κοκ. Ο ίδιος έφτασε κάποια στιγμή να προτείνει την ανάληψη της εξουσίας από την αστυνομία με ένα «ειρηνικό πραξικόπημα», καλώντας την αριστερά να συνεργαστεί στην υλοποίηση αυτής της πρότασης, της οποίας η επιτυχία θα σήμαινε την επιβολή από τώρα της δικτατορίας που το κατεστημένο θα χρειαστεί αλλιώς ίσως μια 5ετία για να τη μεθοδεύσει.

Η συνεργασία του Καζάκη με τον Παπαθεμελή δεν έρχεται λοιπόν ξαφνικά, αποτελώντας της λογική κατάληξη της πρόσφατης πορείας του. Και το ουσιαστικό σε αυτή την πορεία είναι ότι – ανεξάρτητα από προγενέστερες ανακολουθίες που δεν έχει νόημα να εξεταστούν εδώ – η ρήξη του Καζάκη με το μαρξισμό συντελέστηκε ακριβώς με την υιοθέτηση του σχήματος περί «κατοχής». Με τον τρόπο αυτό υποκατέστησε την ταξική προσέγγιση του μαρξισμού με ένα εθνικιστικό νεφέλωμα, μια έκκληση για εθνικό αγώνα που μπορεί να χωρέσει οτιδήποτε.

Ο Καζάκης ξεχωρίζει για το ότι ήταν στο χώρο της αριστεράς εκείνος που υιοθέτησε με τον πιο ηχηρό και επίμονο τρόπο την άποψη περί «κατοχής» και προσπάθησε να δείξει πως μπορεί να στηρίξει τη δημιουργία ενός παλλαϊκού μετώπου ενάντια στο μνημόνιο, ενός νέου ΕΑΜ. Το μόνο που κατάφερε όμως ήταν να γίνει η ουρά του εγχώριου εθνικισμού. Η αξία του παραδείγματος του Καζάκη είναι λοιπόν ότι έδειξε απτά, με την πορεία του, πως μια τέτοια θεωρία οδηγεί στην πράξη, αν τη θέσει κανείς στο κέντρο της προσέγγισής του, τους αριστερούς οπαδούς της στην αντίδραση.

Είναι βέβαια αλήθεια ότι υπάρχουν δυνάμεις στο χώρο της αριστεράς (ΚΟΕ, μερίδα του ΝΑΡ, ΔΗΚΚΙ) που περιλαμβάνουν στις τάξεις τους αρκετούς έντιμους αγωνιστές και υιοθετούν μια ανάλογη οπτική χωρίς να συμμαχούν με τον Καμμένο ή τον Παπαθεμελή. Αυτό, ωστόσο, δεν αναιρεί όσα είπαμε γιατί οι παραπάνω ομάδες είναι ασυνεπείς εκφραστές της ίδιας θέσης, που δεν διακρίνει γενικά με την ίδια πληρότητα τη θεώρησή τους.

Η προσχώρηση Κύρτσου στο ΛΑΟΣ

Η προσχώρηση του Γ. Κύρτσου στο ΛΑΟΣ είναι ένα σημαντικό γεγονός, όχι τόσο γιατί θα έχει κάποια καθοριστική επίδραση στις πολιτικές εξελίξεις, αλλά κυρίως για το συμβολισμό του.

Ο Γ. Κύρτσος πέρασε στην πολυδαίδαλη σταδιοδρομία του σχεδόν από όλους του πολιτικούς χώρους, ΚΚΕ, ΠΑΣΟΚ, ΝΔ και τώρα ΛΑΟΣ, σε μια πορεία που τον οδήγησε από τη μαρξιστική αριστερά στην ακροδεξιά. Αυτή η διαδρομή τον φέρνει κοντά στον Πιοτρ Στρούβε, τον γενάρχη του ρωσικού οπορτουνισμού, ο οποίος ξεκινώντας από «νόμιμος μαρξιστής» πέρασε βαθμιαία στους μενσεβίκους, τους καντέτους και τους σκοταδιστές του Βέχι, γνωρίζοντας την αμείλικτη κριτική του Λένιν. Ο Κύρτσος μοιάζει με τον Στρούβε και σε ένα άλλο σημείο: την ικανότητά του να διακρίνει με ακρίβεια το δέντρο και να χάνει το δάσος, να εντοπίζει επαρκώς την ουσία κάθε προβλήματος – μια ικανότητα που τον διακρίνει ευνοϊκά από τους ανόητους, ανερμάτιστους δημοσιολογικούς λακέδες του κατεστημένου – και να αναζητά αδιάλειπτα λύσεις σε κάθε πρόβλημα προς τα δεξιά, μέσα στα πλαίσια του συστήματος, όταν όλη η εμπειρία των τελευταίων δεκαετιών δείχνει ότι τέτοιες λύσεις είναι ευσεβείς πόθοι και δεν μπορεί να δοθούν στη χώρα μας.

Ο Κύρτσος διακρίνεται ιδιαίτερα από μια πιο υψηλή κατανόηση των συμφερόντων της αντίδρασης σε σχέση με τους δημοσιολόγους του κατεστημένου που επιλέγουν τον Καμμένο. Οι τελευταίοι, στην προσπάθειά τους να ασκήσουν μια ριζοσπαστική δημαγωγία, καταλήγουν να παρανοούν όχι μόνο το δάσος, αλλά και το δέντρο. Εισάγουν έτσι μια περιττή σύγχυση στα ζητήματα, που μπορεί να είναι χρήσιμη στην παραπλάνηση του κόσμου, αλλά από την άλλη εμποδίζει την αποσαφήνιση της ακροδεξιάς στρατηγικής.

Η επιλογή του ΛΑΟΣ από τον Κύρτσο, πέρα από συγκυριακούς παράγοντες όπως η πικρία επειδή τα δυο μεγάλα κόμματα αρνήθηκαν να τον εντάξουν στο πρόσφατο παρελθόν στα ψηφοδέλτιά τους, έχει έτσι και μια πιο γενική διάσταση. Ως τέτοια, αποτυπώνει με καθαρή μορφή, χωρίς περιττές φιοριτούρες, το πνεύμα των αντιδραστικών διανοούμενων που ποθούν την τάξη με κάθε κόστος και επιζητούν μέσα στο χάος να διασφαλίσουν τα απειλούμενα προνόμιά τους. Στην επιλογή του Κύρτσου αποτυπώνεται το γεγονός ότι, παρά τις δυσκολίες που περνά σε αυτή τη φάση – δυσκολίες οφειλόμενες στην ταύτιση με το μνημόνιο, αλλά και το αναχρονιστικό χριστιανορθόδοξο προφίλ του Καρατζαφέρη – το ΛΑΟΣ εξακολουθεί να εκφράζει με μεγαλύτερη συνέπεια τα συμφέροντα της άκρας αντίδρασης από το κόμμα του Καμμένου.

Ο Καρατζαφέρης είναι ασφαλώς εκείνος ο πολιτικός της ακροδεξιάς που έχει με σαφήνεια δηλώσει ότι τα συμφέροντα του συστήματος τείνουν ήδη να καταστούν ασύμβατα με τη διατήρηση της αστικής νομιμότητας και θα απαιτήσουν μια αυταρχική εκτροπή. «Η Αριστερά», δήλωσε πρόσφατα, «είναι πολύ επικίνδυνη για τη χώρα… Όταν θα έρθω στα πράγματα, πολλά από τα κακώς κείμενα, θα τα επανεξετάσω… Τους Νόμους που φτιαχτήκαν για να καλύψουν πράγματα και καταστάσεις θα τους προσπεράσω. Δεν πρόκειται να φοβηθώ δήθεν ψευτοδημοκρατικές ευαισθησίες, μπροστά στην ύψιστη ανάγκη της εξυπηρέτησης του Έθνους»8.

Ο ρόλος του Κύρτσου στο ΛΑΟΣ είναι να προσφέρει ένα περιτύλιγμα σε αυτή τη συνεπή ακροδεξιά λογική, που δεν μπορεί ασφαλώς να προσφέρεται και τελείως γυμνή. Μένει να δούμε αν θα μπορέσει να δώσει στο ΛΑΟΣ το πιο «συγχρονιζέ» προφίλ που χρειάζεται για να ξεπεράσει την τωρινή του κάμψη. Ακόμη και αν αυτό δεν συμβεί όμως και το κόμμα του Καρατζαφέρη μείνει εκτός της νέας Βουλής, αυτό δεν θα σημαίνει αναγκαστικά ότι ο ρόλος του στα πολιτικά πράγματα της χώρας έχει τελειώσει. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι αν και το κόμμα του Μεταξά ακολούθησε μια φθίνουσα πορεία στις εκλογές της δεκαετίας του 1930, ήταν αυτός που επέβαλε τη δικτατορία το 1936.

Η δημοσκοπική εδραίωση της Χρυσής Αυγής και η επιρροή της στη νεολαία

Το ότι για πρώτη φορά στην ελληνική πολιτική ιστορία είναι πολύ πιθανή η είσοδος ενός καθαρά φασιστικού κόμματος στη Βουλή δεν μπορεί παρά να αποτελεί πηγή σοβαρής ανησυχίας για κάθε σκεπτόμενο, προοδευτικό άνθρωπο. Υπάρχει ένας διάχυτος εφησυχασμός στην ευρύτερη αριστερά σχετικά τόσο με τη δράση της Χρυσής Αυγής όσο και με τις προοπτικές που θα ανοίξει αυτό το γεγονός. Ακούγεται ακόμη, κυρίως από εκπροσώπους του φιλελεύθερου χώρου, ότι η ενίσχυση του φασισμού θα είναι παροδική, ότι με την είσοδό της στη Βουλή θα φανεί πως πρόκειται για ανυπόληπτη δύναμη, χωρίς σοβαρά στελέχη και προτάσεις για να κυβερνήσουν τη χώρα, κοκ.

Ένας τέτοιος εφησυχασμός είναι εντελώς παραπλανητικός. Η αλήθεια είναι ότι η είσοδος στη Βουλή θα ενισχύσει το θράσος και την αποφασιστικότητα των συμμοριών της Χρυσής Αυγής, θα την κάνει πιο αποδεκτή στην κοινωνία, θα ενισχύσει τους δεσμούς της με την ασφάλεια και το κράτος, θα φέρει ένα σωρό καιροσκοπικά στοιχεία να στελεχώσουν το μηχανισμό της, κοκ. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η είσοδος των φασιστών του Μουσολίνι στο ιταλικό κοινοβούλιο το 1920-21 είχε ακριβώς τις ίδιες συνέπειες. Εδώ θα επισημάνουμε ορισμένα σημεία για τους παράγοντες που έφεραν τα πράγματα ως εδώ9:

1. Η στενή σύνδεση της ανόδου της Χρυσής Αυγής με την όξυνση της κρίσης. Η νέα γενιά είναι εκτεθειμένη στην επίδραση του νεοφασισμού, γιατί τη χτυπά πιο ισχυρά η ανεργία, ενώ πλατιά στρώματά της διακρίνονται για την πολιτική απειρία τους και δεν έχουν σαφή εικόνα της πραγματικής της ιδεολογίας. Για τους απελπισμένους συχνά έχει μεγαλύτερη σημασία να στείλουν μια όσο το δυνατό πιο ηχηρή διαμαρτυρία, παρά το ποιο θα είναι το περιεχόμενο αυτής της διαμαρτυρίας.
2. Η επιτυχία της ακροδεξιάς δημαγωγίας σε θέματα όπως το μεταναστευτικό, την οποία η Χρυσή Αυγή αντιπροσωπεύει με την πιο συνεπή, «ακτιβιστική» μορφή. Οι δεσμοί που αποκτά στις γειτονιές με καθυστερημένο κόσμο που βλέπει στους μετανάστες το κύριο πρόβλημα και θεωρεί ότι η εκδίωξή τους είναι λύση για να ελαφρύνουν τα δικά του βάσανα προσφέρουν νομιμοποίηση στον τραμπουκισμό των φασιστών, που θα στραφεί παραπέρα πιο αποφασιστικά ενάντια στο ίδιο το εργατικό κίνημα.
3. Η αποτυχία της αριστεράς να εμπνεύσει και να οργανώσει μια αντιφασιστική συσπείρωση στις υποβαθμισμένες γειτονιές, παρά τη θετική δράση διαφόρων κινηματικών οργανώσεων. Ιδιαίτερα η νεοσταλινική ιδεολογία του ΚΚΕ, με τη συστηματική δυσφήμιση των ιδεών του σοσιαλισμού και την άλλοτε φανερή (βλ. συνεργασία με την Κανέλλη) και άλλοτε κρυφή εθνικιστική της συνιστώσα, λειτουργεί σαν ένας θετικός συντελεστής στην εξάπλωση του νεοφασισμού.
4. Η σε μέγιστο βαθμό αξιοποίηση από τη Χρυσή Αυγή των συγχύσεων της νεολαίας, με μια προπαγάνδα που, όπως η ναζιστική ιδεολογία, δίνει την ψευδαίσθηση μιας καινοτόμας, ριζοσπαστικής και αντισυστημικής θεώρησης, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για μια παγιοποίηση των χειρότερων όψεων της κυρίαρχης ιδεολογίας.
Το συμπέρασμα που προκύπτει από τη διαφαινόμενη επιτυχία της Χρυσής Αυγής δεν είναι η ανάγκη της μετριοπάθειας, όπως διατείνονται οι ιδεολογικοί εκπρόσωποι του κατεστημένου. Είναι αντίθετα ότι ο φασισμός δεν μπορεί να διαλυθεί χωρίς μια τολμηρή και θεμελιωμένη επαναστατική πολιτική που θα διαλύει σε κάθε βήμα τη φασιστική δημαγωγία, φωτίζοντας τους δρόμους για την πραγματική αμφισβήτηση και ανατροπή του συστήματος. Όσο δεν γίνεται αυτό ο φασισμός θα κερδίζει έδαφος. Δεν μπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα να έχει η Χρυσή Αυγή, τηρουμένων των αναλογιών, μια επιτυχία ανάλογη της Λεπέν στη Γαλλία, με εκλογικά ποσοστά ακόμη και μεγαλύτερα από το 5% που της δίνουν οι τελευταίες δημοσκοπήσεις.

3. Η αριστερά και ο ακροδεξιός κίνδυνος

Η επιτάχυνση των εξελίξεων στην ακροδεξιά, η ενίσχυσή της από μερίδες του κατεστημένου, κ.λπ., δείχνουν ότι τα κομμάτια του μελλοντικού φασιστικού παζλ σχηματίζονται έστω και αν δεν έχουν ακόμη μορφοποιηθεί πλήρως και ενωθεί. Η ισχύς των τάσεων που ωθούν προς το φασισμό και την ακροδεξιά, για την οποία προσφέρει μια νέα επιβεβαίωση η εντυπωσιακή επιτυχία της Λεπέν, υποδηλώνει ότι δεν μπορεί να αντιμετωπιστούν με αποσπασματικές, ασυντόνιστες και σκόρπιες δράσεις. Είναι απολύτως αναγκαία η συγκέντρωση όλων των μαχητικών δυνάμεων του κινήματος και η προβολή μιας πειστικής εναλλακτικής πρότασης εξουσίας, που θα συγκινήσει και θα προσελκύσει πλατιές μάζες εργαζομένων. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο μόνο είναι δυνατή μια αποτελεσματική αντιπαράθεση με την αναπτυσσόμενη ακροδεξιά αντίδραση και η υιοθέτηση μιας κατάλληλης τακτικής σε επιμέρους πεδία της. Εδώ θα θίξουμε απλά μερικές όψεις της.

Δεν μπορεί να πολεμήσουμε την ακροδεξιά υιοθετώντας την οπτική, τα ιδεολογήματα και τις θέσεις της

Είναι ξεκάθαρα αδύνατο να αγωνιστούμε αποτελεσματικά ενάντια στην ακροδεξιά και το νεοφασισμό, αν υιοθετούμε στοιχεία από την ιδεολογία τους. Αυτό δεν αφορά μόνο τα εμφανώς αντιδραστικά στοιχεία (ρατσισμός, αντιμεταναστευτισμός, εθνικισμός, κ.λπ.) αλλά επίσης – και κυρίως – ψευδο-ριζοσπαστικά στοιχεία, όπως η ήδη μνημονευμένη θεώρηση περί «εθνικού» αγώνα εναντίον μιας ήδη υφιστάμενης «χούντας» ή «κατοχής».

Μια ματιά στην πραγματικότητα θα δείξει ότι δεν έχουμε ακόμη χούντα, ούτε κατοχή. Η κοινοβουλευτική δημοκρατία μπορεί να νοθεύεται αλλά διατηρούνται οι βασικές δημοκρατικές ελευθερίες. Τα δικαιώματα των εργαζόμενων (απεργία, διαδήλωση, κοκ.) δεν έχουν καταργηθεί και αν αυτό συμβεί στο μέλλον, θα είναι ακριβώς έργο της ακροδεξιάς και του νεοφασισμού, εφόσον αποκτήσουν την αναγκαία δύναμη. Αν δεχτούμε ότι τώρα έχουμε «χούντα» και σε 3-4 χρόνια επιβληθεί μια πραγματική χούντα, με στρατόπεδα συγκέντρωσης, κατάργηση των εργατικών οργανώσεων και κομμάτων, κ.λπ., από ένα κόμμα που θα ενώσει τις τώρα σκόρπιες δυνάμεις της ακροδεξιάς, πώς θα αποκληθεί η τότε διάδοχη κατάσταση και πώς θα διαχωριστεί από την τωρινή; Θα πούμε ότι είχαμε μια κοινοβουλευτική χούντα και τώρα έχουμε μια εξωκοινοβουλευτική; Αρκεί να θέσει κανείς το ερώτημα, για να αντιληφθεί τον παραλογισμό της όλης προσέγγισης και ότι δεν αντέχει σε σοβαρή ανάλυση.
Στην πράξη η θεωρία περί «χούντας» και «κατοχής» βοηθά τις ακροδεξιές δυνάμεις να δίνουν μια ριζοσπαστική αμφίεση στον εθνικισμό τους και τους αριστερούς διανοούμενους οπαδούς της να δικαιολογούν το πέρασμά τους στην αντίδραση. Σε έναν αριθμό αριστερών ομάδων που υιοθετούν αυτή τη θεωρία χωρίς να προσεγγίζουν την αντίδραση, χρησιμεύει για να κρύβουν την αδυναμία τους, να παρανοούν το συσχετισμό δυνάμεων εμφανίζοντας ότι όλα τα εγχώρια στηρίγματα της αντίδρασης έχουν καταρρεύσει και ότι ο λαός αυτόματα θα ξεσηκωθεί, όπως στη γερμανική κατοχή.

Σε αυτή τη συνάφεια δεν πρέπει να περνά απαρατήρητη η σταλινική καταγωγή της θεωρίας, την οποία διατύπωσε ο Ζαχαριάδης στα 1946-49, όταν έκανε λόγο για «δεύτερη κατοχή» της χώρας από τους αγγλοαμερικάνους, ώστε να δικαιολογεί ως ρεαλιστική την τυχοδιωκτική επιλογή του δεύτερου αντάρτικου. Αλλά και η αντίληψη περί «χούντας» επαναλαμβάνει ουσιαστικά τη σταλινική θεωρία του σοσιαλφασισμού, που εξίσωνε τη φθαρμένη αστική δημοκρατία με το φασισμό. Όπως έδειξε ο Τρότσκι, παρά το φραστικό ριζοσπαστισμό της, η θεωρία αυτή αποδεχόταν ως αναπόφευκτη την ήττα του κινήματος, υποθέτοντας ότι η νίκη του φασισμού είχε επέλθει ήδη και δεν μπορούσε να αποτραπεί.

Η πρόταση της αριστερής κυβέρνησης είναι αναγκαία

Η ακροδεξιά μπορεί να έχει ήδη την υποστήριξη μερίδων του κατεστημένου, αλλά δεν είναι αυτός ο κύριος λόγος της θεαματικής ανόδου της. Και η Δημοκρατική Συμμαχία στηρίζεται από το κατεστημένο, αλλά παραμένει αμφίβολο αν θα μπει στη Βουλή. Όπως έδειξε η πρωτότυπη πείρα του φασισμού, εκείνο που θρέφει την ακροδεξιά αντίδραση σε καιρούς οξείας κρίσης είναι η απελπισία του κόσμου, η απεγνωσμένη αναζήτηση μιας άμεσης διεξόδου που παρέχει ευνοϊκό έδαφος στην ακροδεξιά δημαγωγία. Η οικτρή χρεοκοπία του Γερμανικού ΚΚ απέναντι στον Χίτλερ, έδειξε επίσης ότι η δημαγωγία αυτή δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με τη λογική της επαναστατικής καθαρότητας και με αφηρημένες εκκλήσεις για ανατροπή του καπιταλισμού· απεναντίας, αυτό βοηθά το φασισμό να εμφανίζει τη δική του προοπτική ως τη μόνη ρεαλιστική, τόσο απέναντι στο σύστημα, το οποίο δήθεν πολεμά, όσο και τις «ουτοπίες» των σοσιαλιστών αντιπάλων του.

Η μάχη ενάντια στην ακροδεξιά απαιτεί έτσι να μπαίνει η αριστερά επικεφαλής στον αγώνα για την ανακούφιση των μαζών από την κρίση, για κάθε εναλλακτική δυνατότητα που μπορεί να ελαφρύνει την κατάστασή τους, βοηθώντας ταυτόχρονα να κερδηθεί η λαϊκή εμπιστοσύνη και να ανοίξει ο δρόμος στη σοσιαλιστική προοπτική. Στην παρούσα στιγμή, αυτός ο στόχος περνά μέσα από τον αγώνα για μια αριστερή κυβέρνηση, με ριζοσπαστικό πρόγραμμα ανατροπής των μνημονίων και βασικών κοινωνικών αλλαγών.

Η ιστορική πείρα επιβεβαιώνει τη θέση του μαρξισμού ότι ο καπιταλισμός δεν μπορεί να ανατραπεί κοινοβουλευτικά. Η ανατροπή του απαιτεί άλλα όργανα εξουσίας σοβιετικού τύπου, που θα υπερβαίνουν το αστικό πολιτικό σύστημα. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να γίνει απολύτως τίποτα κοινοβουλευτικά. Το πρόσφατο παράδειγμα του Τσάβες στη Βενεζουέλα δείχνει ότι και όταν ο αγώνας διεξάγεται ακόμη σε κοινοβουλευτικά πλαίσια, μπορεί με τη στήριξη ενός ισχυρού κινήματος να γίνονται ορισμένα βήματα εμπρός. Μπορεί να πραγματοποιούνται ριζοσπαστικές αλλαγές, να υπονομεύεται η κοινωνική εξουσία της αστικής τάξης`και οι βάσεις του συστήματός της, διαμορφώνοντας έτσι συνθήκες πιο ευνοϊκές για τη διεξαγωγή και του σοσιαλιστικού αγώνα.

Η αριστερή κυβέρνηση στην παρούσα στιγμή, για όσο το κίνημα βρίσκεται ακόμη σε άμυνα, αποτελεί αναγκαίο στόχο και πρόταση διεξόδου, τόσο για να συγκεντρωθούν οι δυνάμεις του κινήματος, όσο και για να εμποδιστεί η στροφή των απελπισμένων μικροαστών στο φασισμό. Είναι μια προοπτική ρεαλιστική στη χώρα μας με βάση τον τωρινό κοινοβουλευτικό συσχετισμό δυνάμεων. Ακόμη δε και αν δεν ευοδωθεί, ο αγώνας γι’ αυτή θα αποφέρει οφέλη, εξαναγκάζοντας ως απειλή σε παραχωρήσεις το κατεστημένο και πείθοντας το λαό μέσα από την ίδια την εμπειρία του για την αναγκαιότητα της επανάστασης.

Η άρνηση του αγώνα για την αριστερή κυβέρνηση με το επιχείρημα ότι έτσι «θα… πουλήσουμε το λαό για υπουργεία»10, όπως διατυπώθηκε από την Α. Παπαρήγα και επαναλαμβάνεται καθημερινά από την ηγεσία του ΚΚΕ, συνιστά μιας εντελώς ανόητη και ατιμωτική στάση. Φανερώνει ανάγλυφα την υποκρισία εκείνων που ξέρουν μόνο να διακηρύσσουν σε όλους τους τόνους πόσο αδιάλλακτοι επαναστάτες είναι και δεν κάνουν τίποτα για να βοηθήσουν την επανάσταση στην πράξη. Οι «επαναστάτες» αυτού του είδους δεν υποψιάζονται καν ότι προδίδουν το λαό όταν λένε ότι δεν μπορούν να αποκαταστήσουν κομματικά τον Άρη Βελουχιώτη επειδή με την εναντίωσή του στη Βάρκιζα αντιτάχθηκε στην κομματική γραμμή και καμώνονται από την άλλη πως πιστεύουν ειλικρινά ότι θα τον πρόδιδαν αν αγωνίζονταν για μια αριστερή κυβέρνηση.

Οι μαρξιστές αντίθετα, χωρίς να καλλιεργούν κοινοβουλευτικές αυταπάτες και καταπολεμώντας τις όπου εμφανίζονται, πρέπει να ερευνούν σοβαρά τα ζητήματα που βάζει αυτή η προοπτική. Σημαντικές είναι εδώ οι επεξεργασίες του κομμουνιστικού κινήματος στα πρώτα χρόνια της Κομιντέρν για την εργατική κυβέρνηση – μια κυβέρνηση συμμαχίας κομμουνιστών και σοσιαλδημοκρατών που θα μπορούσε να προκύψει και μέσα από εκλογές – ως δρόμο προσέγγισης στην εργατική εξουσία. Η εμπειρία της Ισπανικής Επανάστασης, όπου η αρχική κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου μπορούσε να είχε μετασχηματιστεί επαναστατικά αν είχε υιοθετηθεί η πρόταση του Καμπαλιέρο για μια συνδικαλιστική κυβέρνηση από τις άλλες αριστερές δυνάμεις (αναρχικοί, Ισπανικό ΚΚ), παρέχει μια πρακτική κατάδειξη για το πώς θα μπορούσε να γίνει αυτό.

Η λογική της αντεπίθεσης του ΚΚΕ είναι λαθεμένη

Ο ελληνικός λαός δέχεται σήμερα επίθεση από δυο πλευρές, τις δυνάμεις του νεοφιλελεύθερου κατεστημένου που βρίσκονται τώρα στην εξουσία (και τους ομόλογούς τους στην ΕΕ) και τον ανερχόμενο νεοφασισμό. Το καθήκον του κινήματος στις συνθήκες αυτές, όταν ο αντίπαλος έχει ολοφάνερα υπεροχή δυνάμεων, συνίσταται στην απόκρουση της αντιδραστικής επίθεσης, όπως εκδηλώνεται με την πολιτική των μνημονίων, όντας ένα καθήκον βασικά αμυντικό. Δεν είναι ένα καθήκον επίθεσης ή αντεπίθεσης για την ανατροπή του καπιταλισμού, για την οποία δεν υπάρχουν οι όροι και δεν αρκούν ακόμη οι δυνάμεις.

Το να βάζει κανείς ζήτημα αντεπίθεσης στην παρούσα φάση, όπως κάνει συστηματικά στον Τύπο και τις αποφάσεις του το ΚΚΕ, είναι έτσι άκαιρο. Στην πράξη σημαίνει να υπερπηδά τα καθήκοντα του τωρινού αμυντικού σταδίου για χάρη μια φανταστικής πάλης για τα καθήκοντα του επόμενου, που δεν έχουν ωριμάσει.

Μια τέτοια πολιτική, πανομοιότυπη εκείνης που εφάρμοσε ο σταλινισμός απέναντι στον Χίτλερ, είναι εντελώς αναντίστοιχη προς τα καθήκοντα του τωρινού σταδίου, τόσο γενικά όσο και για την επιτυχή αντιμετώπιση του ακροδεξιού κινδύνου. Εάν υπερισχύσει, θα δώσει αναπόφευκτα τη νίκη στην αντίδραση, φέρνοντας μακροπρόθεσμα στην εξουσία την ακροδεξιά ή φασιστική πτέρυγά της. Μια αποτελεσματική αντιπαράθεση στην αντιδραστική επίθεση και τον ανερχόμενο φασισμό προϋποθέτει έτσι την κατανίκηση αυτής της λογικής, την κατάδειξη της παραφωνίας και του παρασιτισμού των φορέων της απέναντι στο κίνημα.

Στενά συνυφασμένη με τη λογική της αντεπίθεσης είναι η υποτίμηση και η άρνηση του ακροδεξιού κινδύνου, η εμφάνισή του ως ένα «σκιάχτρο» που επισείει η αντίδραση για να αποτρέψει τη ριζοσπαστικοποίηση των μαζών – όπως συστηματικά γίνεται επίσης από το ΚΚΕ. Αυτή η υποτίμηση αποτυπώνεται στο σύνθημα της Α. Παπαρήγα «Ανίσχυρη αστική κυβέρνηση σημαίνει ισχυρός λαός»11. Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι ανίσχυρη αστική κοινοβουλευτική κυβέρνηση μπορεί να σημαίνει ισχυρός λαός αλλά μπορεί να σημαίνει και ισχυρός φασισμός. Με τον τρόπο που βάζει το ζήτημα η Α. Παπαρήγα, θεωρεί αυτονόητο ότι ο κίνδυνος από τη μεριά της ακροδεξιάς δεν υπάρχει, ότι το ζήτημα είναι ήδη λυμένο, ενώ αυτό ολοφάνερα δεν ισχύει.

Φυσικά, η ακριβής έκταση του φασιστικού και ακροδεξιού κινδύνου δεν μπορεί να εκτιμηθεί επακριβώς από τώρα. Θα φανεί καλύτερα από το αποτέλεσμα των εκλογών. Αν π.χ. και τα τρία ακροδεξιά κόμματα μπουν στη Βουλή συγκεντρώνοντας το 20% που τους έδιναν οι τελευταίες δημοσκοπήσεις, αυτό θα σημαίνει ότι ο κίνδυνος είναι ήδη σοβαρός, αν μπουν μόνο τα δύο και το ποσοστό είναι πέντε μονάδες μικρότερο, θα σημαίνει κατ’ αρχήν πως υπάρχει ένα μεγαλύτερο περιθώριο. Το να βάζει κανείς όμως το ζήτημα με τέτοιο τρόπο που να εμφανίζει το ζήτημα ανύπαρκτο ενώ αυτό δεν ισχύει, όπως κάνει η Α. Παπαρήγα, είναι δείγμα γραφειοκρατικής δειλίας και στουρθοκαμηλισμού.

Συστατικά στοιχεία μιας αμυντικής τακτικής, πέρα από τον αγώνα για την αριστερή κυβέρνηση είναι η διατήρηση της ανεξαρτησίας των κομμουνιστών αλλά και η τακτική του ενιαίου μετώπου, σε όλα τα επίπεδα, κοινωνικό, πολιτικό, κοινοβουλευτικό. Στην παρούσα φάση το ενιαίο μέτωπο πιθανά δεν έχει νόημα απέναντι σε πλήρως συστημικά κόμματα όπως το ΠΑΣΟΚ, πρέπει να εφαρμόζεται όμως απέναντι σε δυνάμεις που καλύπτουν τον κενό παλαιό χώρο της σοσιαλδημοκρατίας (Δημοκρατική Αριστερά, Οικολόγοι), οι οποίες, παρά τη βασικά συστημική λογική τους, μπορεί για κάποιο διάστημα ή σε κάποιο ζήτημα κάτω από την πίεση των συνθηκών να κάνουν βήματα αριστερά. Η άρνηση του ενιαίου μετώπου σε όλα τα επίπεδα (ΚΚΕ, νεοσταλινισμός) συνιστά επικίνδυνο, καταστροφικό λάθος, ενώ λαθεμένη είναι και η άρνησή του στο κοινοβουλευτικό ειδικά πεδίο (όπως συμβαίνει με ορισμένες ομάδες της «άκρας αριστεράς»).

Η αόριστη έκκληση για ενότητα της αριστεράς δημιουργεί σύγχυση

Ενώ το ενιαίο μέτωπο είναι αναγκαίο για την αντιμετώπιση του ακροδεξιού-φασιστικού κινδύνου, καθώς και της επίθεσης που δέχεται το κίνημα από τις τωρινές κυρίαρχες δυνάμεις, δεν μπορεί η επιδίωξή του να γίνεται άλλοθι για το θόλωμα των πολιτικών και ιδεολογικών διαφορών, στο όνομα της διευκόλυνσης της ενότητας. Για να είναι αποτελεσματική, η κοινή δράση ανάμεσα στις διάφορες αριστερές δυνάμεις, προϋποθέτει μια σαφή εκτίμηση των καθηκόντων της στιγμής, ώστε να προσεγγίζουν δυνάμεις με μια κοινή λίγο-πολύ βάση και να ξεπερνιούνται οι ασύμβατες λογικές και οι φορείς τους. Τα ευχολόγια περί ενότητας, που υποβαθμίζουν τις διαφορές και θεωρούν ότι μπορεί μηχανικά να συγκολληθούν ακατάλληλες και αντικρουόμενες κατευθύνσεις, τελικά λειτουργούν αρνητικά.

Στην παρούσα φάση, αυτό αφορά ιδιαίτερα τις συναισθηματικές εκκλήσεις για ενότητα από ομάδες στο χώρο του ΣΥΡΙΖΑ (Αριστερό Ρεύμα, Μαρξιστική Φωνή) προς την ηγεσία του ΚΚΕ. Αυτού του είδους οι εκκλήσεις καταλήγουν να δημιουργούν αδικαιολόγητες αυταπάτες και ελπίδες για πιθανή αλλαγή της αρνητικής στάσης της ηγεσίας Παπαρήγα, όταν αυτές δεν προκύπτουν απολύτως από πουθενά. Και από την άλλη οδηγούν σε αδράνεια στη διερεύνηση των δυνατοτήτων σύγκλισης μεταξύ δυνάμεων που έχουν κοινά σημεία και θα μπορούσαν να υψώσουν από κοινού ένα πιο ισχυρό φραγμό στην αντίδραση.

Μια πρόσφατη σημαντική συνέντευξη του Π. Λαφαζάνη στην «Ίσκρα» επιτρέπει να διευκρινίσουμε ορισμένα από αυτά τα σημεία. Σημειώνοντας τις ανοδικές τάσεις της αριστεράς, ο Π. Λαφαζάνης τονίζει ισχυρά τα ανησυχητικά ακροδεξιά στοιχεία στο πολιτικό σκηνικό:

«Την ίδια ώρα που η ριζοσπαστική Αριστερά παρουσιάζει σημαντικές αυξητικές τάσεις, μια νέα σοσιαλδημοκρατική συνιστώσα κάνει την εμφάνισή της, ενώ στα δεξιά της ΝΔ αναδύονται νέες δυνάμεις και όλα τούτα κάτω από ένα ψευδεπίγραφο αντιμνημονιακό πέπλο. Με βαθύτατη ανησυχία, επίσης, πρέπει να δούμε συνολικά το δεξιό, ακροδεξιό μπλοκ με την φασιστική απόφυση να συγκεντρώνουν δημοσκοπικά πάνω από 45%, ένα από τα μεγαλύτερα ιστορικά ποσοστά επιθετικής δεξιάς, εν μέσω μνημονίου και καπιταλιστικής κρίσης».

Η απάντηση, κατά τον ίδιο, είναι η ενότητα της αριστεράς, την οποία θεωρεί βέβαιη. Απαντώντας στην ερώτηση: «Θεωρείτε πιθανή, λοιπόν, μια μετεκλογική συνεργασία στο χώρο της Ριζοσπαστικής Αριστεράς;» (ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ΚΚΕ), λέει:
«Δεν τη θεωρώ απλώς πιθανή αλλά αναπόφευκτη! Χωρίς μια τέτοια συνεργασία και συμπαράταξη πάνω σε ριζοσπαστικές αλλά και αξιόπιστες προγραμματικές βάσεις δεν κινδυνεύει μόνο η ίδια η Αριστερά να σαρωθεί από πιεστικές και αντιδραστικές εξελίξεις αλλά θα έχει ένα πολύ καταστροφικό και ίσως ανεπίστρεπτα καταστροφικό μέλλον ο τόπος»7.

Αυτό είναι σαν να βρίσκεται κανείς σε ένα χωράφι όπου η σοδειά κινδυνεύει να καταστραφεί από την ξηρασία και να βεβαιώνει: «Η βροχή είναι αναπόφευκτη, αφού αν δεν βρέξει, η σοδειά είναι σίγουρο ότι θα καταστραφεί και ο κόσμος θα πεινάσει».
Το ερώτημα όμως πρέπει να τεθεί: Και αν παρ’ όλα αυτά δεν βρέξει;
Το πρώτο που θα είχε να παρατηρήσει κανείς εδώ είναι ότι η συνεργασία της αριστεράς θα είχε πραγματικό νόημα πριν τις εκλογές, των οποίων την κρισιμότητα όλοι ομολογούν. Μια συνεργασία μετά τις εκλογές μοιάζει με μια βροχή αφού θα έχει καταστραφεί η περισσότερη σοδειά. Δεν θα είναι τελείως άχρηστη, αλλά θα είναι κατόπιν εορτής, ή κατόπιν σοδειάς.

Το δεύτερο και κυριότερο όμως είναι ότι δεν υπάρχει κανένα προηγούμενο ενωτικής στάσης του σταλινισμού από την ιστορική εμπειρία, τωρινή και παλαιότερη, που να πείθει ότι αν οι εκλογές δείξουν μια μεγάλη ενίσχυση του ακροδεξιού-φασιστικού κινδύνου, θα υπάρξει έστω μια καθυστερημένη στροφή από τη μεριά της ηγεσίας του ΚΚΕ. Στη Γερμανία, μετά τις εκλογές του 1930 και του Ιουλίου 1932, ο κίνδυνος του ναζισμού ήταν εμφανής ακόμη και στους τυφλούς. Η πίεση για ενότητα, από τη βάση τόσο του ΚΚ Γερμανίας όσο και των σοσιαλδημοκρατών, ήταν εξαιρετικά ισχυρή. Και όμως, η ηγεσία του Γερμανικού ΚΚ απέρριψε επίμονα ως το τέλος την ενότητα, όχι μόνο με τη σοσιαλδημοκρατία, αλλά και με ομάδες που αποχωρούσαν από αυτή και άλλες σοσιαλιστικές ομάδες (τις οποίες αποκαλούσε συλλήβδην «σοσιαλφασίστες της αριστεράς»).

Η ηγεσία Παπαρήγα αναπαρήγαγε την τελευταία 20ετία πλήρως τις σταλινικές λογικές, τόσο σε γενικό επίπεδο, με την «αποκατάσταση» και αποθέωση του Στάλιν και του Ζαχαριάδη, της συκοφάντηση της ηγεσίας του Οκτώβρη, την παραχάραξη των αιτίων κατάρρευσης της ΕΣΣΔ, κ.λπ., όσο και στην τρέχουσα πολιτική, με την υιοθέτηση ουσιαστικά σε μια περίοδο υποχώρησης της υπερεπαναστατικής σταλινικής γραμμής του «σοσιαλφασισμού», των «προδοτών και οπορτουνιστών της αριστεράς», κοκ. Όταν η όλη η κίνησή της λοιπόν είναι προς την ενισχυόμενη εδραίωση της αντίθετης κατεύθυνσης, από πού προκύπτει ότι θα αλλάξει στάση; Το ότι στην κατοχή υπήρξε μια διαφορετική στάση από την τότε ηγεσία του ΚΚΕ με το ΕΑΜ κ.λπ., δεν αλλάζει κάτι, γιατί σε εκείνη την ηγεσία υπήρχαν και μη σταλινικά στελέχη (Άρης, Καραγιώργης, Πλουμπίδης, κ.λπ.), τα οποία εκκαθαρίστηκαν αργότερα, ενώ η ουσία της τωρινής κατάστασης είναι ότι, σε επίπεδο ηγεσίας, η ομάδα Παπαρήγα ξεκαθάρισε συστηματικά τα πρόσφατα χρόνια όλα αυτά τα στοιχεία (Κωστόπουλος, κ.λπ.). Πέρα από τυχόν τακτικές και παραπλανητικές μανούβρες αν πιεστεί πολύ, μια ουσιαστική στροφή από την ηγεσία του ΚΚΕ δεν μπορεί να αναμένεται, γιατί για να την κάνει θα έπρεπε να παραδεχτεί πρώτα πως όλη η λογική και η πορεία της τα πρόσφατα χρόνια ήταν λαθεμένη, και αυτό δεν ανήκει στη φύση του σταλινισμού.

Οι σύντροφοι στο Αριστερό Ρεύμα αισθάνονται ότι η αισιοδοξία τους χωλαίνει και προσπαθούν να τη στηρίξουν φιλοσοφικά. Σε μια πρόσφατη συνέντευξή του ο Γ. Τόλιος, απαντώντας στο ερώτημα «Θεωρείτε… δυνατή μια συγκυβέρνηση των ριζοσπαστικών-αριστερών δυνάμεων παρά τα διαφορές τους;», λέει:
«Αποτελεί μια ιστορική αναγκαιότητα. “Ανάγκα και θεοί πείθονται”, έλεγαν οι αρχαίοι μας πρόγονοι».

Είναι, βέβαια, αλήθεια ότι στη ζωή παρατηρούμε πολλά παραδείγματα ουσιαστικών αλλαγών και μεταστροφών, συχνά θεωρούμενων αδύνατων πριν συμβούν. Ακόμη και οι γάτες συμφιλιώνονται κάποτε με τους σκύλους ή με τα ποντίκια. Υπάρχει όμως ένα είδος μεταστροφών που δεν παρατηρείται, όταν ένας οργανισμός έχει ένα αυστηρά μονοσήμαντο είδος ύπαρξης, όπως συμβαίνει με τα παράσιτα. Μια βδέλλα και μια ψείρα δεν μπορεί να πειστούν να πάψουν να ρουφούν το αίμα των θυμάτων τους, ένας κακοήθης όγκος δεν μπορεί να πειστεί, με οποιαδήποτε αγωγή, να γίνει καλοήθης.

Η τωρινή ηγετική ομάδα του ΚΚΕ μπορεί να περνά τον εαυτό της για τον Δία-ιδιοκτήτη του κομμουνιστικού Ολύμπου. Η ελάχιστη εξέταση όμως δείχνει ότι στην πράξη λειτουργεί σαν ένα παράσιτο. Αυτό που κάνει είναι να διαλαλεί σε όλους τους τόνους ότι είναι η μόνη πιστή στον κομμουνισμό, χωρίς να παρουσιάζει στη δράση της κανένα δημιουργικό στοιχείο και μεταμφιέζοντας αυτή την έλλειψη ουσίας σε απόδειξη υπεροχής απέναντι στους άλλους. Αυτός είναι ο λόγος που δεν μπορεί να αναμένεται να αλλάξει θετικά τη στάση της· θα πρέπει ή να αναγκαστεί μέσα από την κριτική να περιοριστεί σε έναν τριτεύοντα ρόλο όπως αυτός που είχαν ο Στάλιν και οι όμοιοί του τον Οκτώβρη, ή να αφαιρεθεί σαν όγκος από το σώμα του κινήματος.
Η Σοφία Σακοράφα είχε πει εύστοχα σε πρόσφατη συνέντευξή της ότι «Το σύστημα βρίσκεται σε οργασμό ανασυγκρότησης των δυνάμεών του, θυσιάζοντας στο βωμό της επιβίωσής του τους αναλώσιμους»14. Όταν στο χώρο της ακροδεξιάς και της αντίδρασης παρατηρείται τέτοιος οργασμός ανακατατάξεων, το να ζει κανείς με την ελπίδα σημαίνει στην πράξη να παρακολουθεί παθητικά την επέλαση της αντίδρασης χωρίς να κάνει τίποτα.

Το καθήκον των μαρξιστών δεν είναι λοιπόν να περιμένουν να πέσει βροχή από εκεί που επικρατεί ξεραΐλα, αλλά να σκάψουν στη γη, μήπως βρουν εκεί νερό για να σωθεί η σοδειά. Είναι να ερευνήσουν τις δυνατότητες συνεργασίας μεταξύ δυνάμεων που έχουν κοινά σημεία (ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ΜΑΑ) καθώς και με αγωνιστές και στελέχη στο ΚΚΕ που προβληματίζονται (όπως το έδειξε η αποχώρηση του Α. Χαλβατζή και η καταγγελία του της ηγεσίας Παπαρήγα ότι γέμισε το ΚΚΕ με λαθρεπιβάτες15). Και είναι επίσης να εξηγούν ολόπλευρα στη βάση και τα απλά μέλη του ΚΚΕ γιατί η πολιτική της ηγεσίας του είναι λαθεμένη.
Αυτό βέβαια σημαίνει πως μέσα σε λίγο χρόνο θα χρειαστεί να γίνουν πολλά πράγματα και να ξεπεραστούν μεγάλες δυσκολίες. Αυτό είναι αλήθεια, όπως είναι αλήθεια ότι τα πράγματα θα ήταν πιο εύκολα αν υπήρχε μεγαλύτερη σαφήνεια στο παρελθόν. Θα είναι όμως καταστροφικό αν χαθεί και αυτός ο λίγος χρόνος.

Ο «προοδευτικός» εξωραϊσμός της ακροδεξιάς είναι επικίνδυνος

Εκτός από την ανοικτή συνεργασία με την ακροδεξιά πρώην αριστερών ή μαρξιστών διανοούμενων, αναπτύσσεται και μια φιλολογία, από δημοσιολόγους «προοδευτικής» υποτιθέμενα κατεύθυνσης, που αμφισβητεί κυρίως το κατά πόσο το κόμμα του Καμμένου είναι ακροδεξιό. Πρόκειται κατά κανόνα για πιο ουδέτερες και ευέλικτες προσεγγίσεις, που δεν προσφεύγουν στα σχήματα τύπου «κατοχής» για να του προσδώσουν ένα στοιχείο προοδευτισμού ούτε αμφισβητούν τη γενικά δεξιά τοποθέτησή του. Απλά δηλώνουν αξιωματικά ότι δεν μπορούμε να εκφέρουμε σαφή γνώμη για την ταυτότητα του νέου κόμματος ή ότι η κριτική του ως ακροδεξιού είναι μονόπλευρη και πρέπει για κάποιο λόγο να του αναγνωρίσουμε και προοδευτικές πλευρές.

Αυτές οι προσεγγίσεις είναι ιδιαίτερα επικίνδυνες γιατί εισάγουν το είδος του εξωραϊσμού και του αποχρωματισμού της άκρας αντίδρασης που βοήθησε το φασισμό να ανοίξει το δρόμο του στο Μεσοπόλεμο, είτε συγκαλύπτοντας την πραγματική φύση του, είτε παίζοντας το σκοπό του «ρεαλισμού» του και της «επαφής του με την πραγματικότητα». Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι και στα πρόσφατα χρόνια ο συνεργαζόμενος με τους Ιταλούς νεοφασίστες Μπερλουσκόνι καθιερώθηκε από ένα σημείο και μετά να αποκαλείται «κεντροδεξιός». Η συστηματική καταπολέμηση αυτών των προσεγγίσεων, που θα ενταθούν όσο θα προχωρά η αντιδραστική ανασύνταξη του πολιτικού σκηνικού, είναι απολύτως αναγκαία, εδώ όμως θα αρκεστούμε σε 1-2 τυπικά παραδείγματα.

Σε ένα άρθρο του Στ. Χριστακόπουλου στο «Ποντίκι», διαβάζουμε:
«Οι Ανεξάρτητοι Έλληνες του Καμμένου προς το παρόν δεν είναι κάτι περισσότερο από ένα αγνώστου ταυτότητος ιπτάμενο πολιτικό αντικείμενο… Η Χρυσή Αυγή μόνο... αγνώστου ταυτότητος δεν είναι. Αντιθέτως έχει απολύτως γνωστή και πλήρως αναγνωρίσιμη ταυτότητα: πρόκειται για το “καθαρό” και χωρίς προσπάθεια συγκάλυψης ναζιστικό - χιτλερικό κόμμα της χώρας»16.

Το δεύτερο μέρος της πρότασης είναι ελαφρώς ανακριβές: ακόμη και ο Μιχαλολιάκος έχει βαλθεί τελευταία να διαδηλώνει την προσήλωσή του στη νομιμότητα και να αποσυνδέεται φραστικά από τους ναζί. Είναι όμως διαφωτιστικό πώς αυτή η απολυτοποιημένη αντίθεση χρησιμοποιείται από τον αρθρογράφο για να υπαινιχθεί μια ριζική διαφορά ανάμεσα στις διάφορες συνιστώσες της ακροδεξιάς, τέτοια μάλιστα που να αναιρεί την ακροδεξιά ταυτότητα ορισμένων από αυτές. «Για τη Χρυσή Αυγή τα ξέρουμε όλα και είμαστε, βέβαια, αντιφασίστες, αλλά για τον Καμμένο δεν ξέρουμε τίποτα»…

Φυσικά κανείς δεν θα ταυτίσει το κόμμα του Καμμένου με τη Χρυσή Αυγή. Αλλά από εδώ ως το να ισχυρίζεται κανείς ότι είναι ένα «αγνώστου ταυτότητας ιπτάμενο πολιτικό αντικείμενο» υπάρχει μια ορισμένη απόσταση. Είναι γνωστό από πού προέρχονται οι βουλευτές του κ. Καμμένου και μια ματιά στο πρόγραμμα του αρκεί για να πείσει ότι τοποθετείται στα δεξιά της ΝΔ.

Ένα ακόμη πιο τυπικό δείγμα αυτής της οπτικής μας προσφέρει ο Απ. Αποστολόπουλος, ο οποίος αμφισβητεί ρητά τον ακροδεξιό προσανατολισμό του Καμμένου, μεταβαπτίζοντας τον εθνικισμό και το ρατσισμό του σε «πατριωτισμό»:
«Η τελευταία, αλλά κρίσιμη, παρατήρηση», γράφει αναφερόμενος στο κόμμα του Καμμένου, «είναι ότι αυτός ο συντηρητικός κοινωνικός χώρος θέτει με αρκετή σαφήνεια την πατριωτική διάσταση της κρίσης (υποτέλεια, εθνική αξιοπρέπεια) και το Μεταναστευτικό. Πράγμα που, βέβαια, παρά τα όσα λέγονται για λόγους στενού, εκλογικού, συμφέροντος, από τα δεξιά ή τα αριστερά, δεν καθιστά ακροδεξιό το χώρο αυτό. Είναι παράλογο όποιος “φεύγει από το μαντρί” να παίρνει τη στάμπα του ακροδεξιού και όποιος μπαίνει να παίρνει συγχωροχάρτι. Οι (μάλλον πρόχειροι) χαρακτηρισμοί δεν απαντούν στην οπτική των “Ανεξάρτητων Ελλήνων”, ούτε καλύπτουν το υπαρκτό κενό στο δίπολο “κρίση και πατριωτισμός”»17.
Φυσικά, θα ήταν ασυγχώρητο να κατηγορείται όποιος «φεύγει από το μαντρί» σαν ακροδεξιός, έχει μεγάλη σημασία όμως το προς τα πού φεύγει. Το να αμφιβάλει κανείς ότι εκείνοι οι παράγοντες του κατεστημένου που φεύγουν προς την κατεύθυνση του κ. Καμμένου κινούνται προς την ακροδεξιά – όχι πάντα με την ίδια συνειδητότητα, έκταση και ταχύτητα – σημαίνει να αμφισβητεί το ολοφάνερο. Στην πράξη, μια παρόμοια επιχειρηματολογία αποσκοπεί να νομιμοποιήσει στη συνείδηση του κόσμου την πολιτική πρόταση του Καμμένου, σβήνοντας φραστικά τα ακροδεξιά της γνωρίσματα και προβάλλοντας την – όπως κάνει ρητά ο Αποστολόπουλος στο υπόλοιπο άρθρο του – ως μια πιο «χειροπιαστή» λύση απέναντι στην έτσι κι αλλιώς διασπασμένη αριστερά.

Ωστόσο, η προσέγγιση του Αποστολόπουλου θέτει έμμεσα ένα ενδιαφέρον ζήτημα, που αφορά τον απλό κόσμο που προσεγγίζει και θα ψηφίσει το κόμμα του Καμμένου. Ενώ η φυσιογνωμία και η ηγεσία του νέου κόμματος είναι σαφώς ακροδεξιά, μια σημαντική μερίδα αυτού του κόσμου, τουλάχιστον στις προθέσεις, φεύγοντας από τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ για να ψηφίσει τον Καμμένο θέλει να κάνει ένα βήμα αριστερά. Ψηφίζει το κόμμα του όχι γιατί συμφωνεί με το πρόγραμμά του, το οποίο συχνά δεν γνωρίζει, αλλά γιατί παρασύρεται από την ψευδο-ριζοσπαστική του φρασεολογία.
Το πρόβλημα αυτό, που το συγχέει ο Αποστολόπουλος, τίθεται ρητά από τον Γ. Δελαστίκ, ο οποίος όμως το αξιοποιεί για να εμφανίσει το κόμμα του Καμμένου ως ένα σκαλοπάτι για το προσέγγιση κάποιων δεξιών στρωμάτων στην αριστερά και την ίδρυσή του ως μια θετική εξέλιξη: «Η ίδρυση του κόμματος του Πάνου Καμμένου», γράφει, «συνιστά αναμφισβήτητα θετική προσφορά στον αγώνα του ελληνικού λαού για την επιβίωσή του. Δίνει εκλογική διέξοδο στους αντιμνημονιακούς ψηφοφόρους της ΝΔ, οι οποίοι δεν θέλουν να ψηφίσουν κάποιο αριστερό αντιμνημονιακό κόμμα, όπως έχουν κάθε δικαίωμα»18.

Το θέμα είναι ότι η συγκεκριμένη μερίδα πολιτών κάνει ένα βήμα εμπρός με τρόπο αδιέξοδο και αυτό-αναιρούμενο. Ενώ νομίζει ότι αμφισβητεί τις κυρίαρχες επιλογές, στην πράξη παγιδεύεται σε ένα αντιδραστικό κόμμα, που δεν είναι σκαλοπάτι, αλλά εμπόδιο στην πραγματική ριζοσπαστικοποίηση. Για να βοηθηθεί να κάνει ένα πραγματικό βήμα αριστερά, είναι αναγκαίο λοιπόν όχι να σκεπάζουμε, αλλά να καταδεικνύουμε όσο το δυνατό πιο πειστικά την ακροδεξιά κατεύθυνση του κόμματος του Καμμένου.

Η λογική του μικρότερου κακού υπηρετεί την ακροδεξιά

Η πολεμική ενάντια στην ακροδεξιά δεν θα είναι αποτελεσματική αν δεν χτυπηθεί ταυτόχρονα η οικεία λογική του «μικρότερου κακού», που πρεσβεύουν οι παραδοσιακές δυνάμεις και τα κόμματα του κατεστημένου (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, Δημοκρατική Συμμαχία). Αυτή η λογική περνά στο λαό με την καθημερινή εκστρατεία τρομοκράτησης από τα συγκροτήματα του Τύπου και τα δελτία ειδήσεων των ΜΜΕ. Αν ρίξει κανείς μια ματιά στους λόγους των ηγετικών στελεχών της ΝΔ ή του ΠΑΣΟΚ και στις πιο «έγκυρες» εφημερίδες του κατεστημένου όπως το «Βήμα», είναι ζήτημα αν θα βρει ένα επιχείρημα που να μην την αναπαράγει. Τη διατυπώνει ρητά σε άρθρο του ο καθηγητής Θ. Λιανός: «Η επιλογή μας δεν μπορεί να είναι η επιλογή του καλύτερου, αλλά η επιλογή του λιγότερου κακού»19.
Το «μικρότερο κακό» ξεκινά από το αξίωμα ότι ρεαλιστικό είναι μόνο ό,τι βρίσκεται στα πλαίσια του καπιταλισμού και κάθε τι που πάει πέρα από αυτά είναι εξ ορισμού «αυθαιρεσία», «ανοησία», «τρέλα» και «ανευθυνότητα» – για να αναφέρουμε μερικά επίθετα που έχει εκτοξεύσει απέναντι στους αντιπάλους του μνημονίου η κ. Μπακογιάννη. Λέει με δυο λόγια ότι πρέπει να στηρίξουμε την τωρινή κατάσταση και τους εκφραστές της, ακόμη και αν είναι φαύλη και αδιέξοδη, γιατί κάθε τι άλλο θα είναι χειρότερο και απόλυτα καταστροφικό. Με αυτή τη λογική πρέπει να στηρίξουμε τα μνημόνια γιατί αλλιώς το κράτος θα χρεοκοπήσει και δεν θα πληρωθούν μισθοί και συντάξεις, πρέπει να υποστηρίξουμε τα παραδοσιακά αστικά κόμματα όσο χρεοκοπημένα κι αν είναι γιατί αλλιώς θα έρθουν οι φασίστες, κοκ.

Η λογική του μικρότερου κακού μπορεί να έχει μια βάση σε περιπτώσεις όπου είναι όντως εφικτή μια κάπως υποφερτή και βιώσιμη καπιταλιστική διέξοδος από την κρίση. Αν κανείς είχε να διαλέξει, π.χ., ανάμεσα σε μια κεϋνσιανή και μια νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση, θα μπορούσε ίσως να συζητηθεί αν και κάτω από ποιους όρους η πρώτη είναι προτιμότερη. Όταν όμως η κρίση είναι οξεία και αδιέξοδη, όπως ήταν στη Γερμανία κατά το Μεσοπόλεμο και είναι σήμερα στη χώρα μας, το μικρότερο κακό λειτουργεί στην πράξη μόνο σαν μια προετοιμασία του μεγαλύτερου κακού.

Η γερμανική σοσιαλδημοκρατία υποσχόταν πως θα σταματήσει τον Χίτλερ ακολουθώντας σε κάθε βήμα τη λογική του μικρότερου κακού. Με αυτό το πνεύμα υποστήριξε την κυβέρνηση του Μπρίνινγκ που έκοβε τους μισθούς και τα επιδόματα ανεργίας για να μη γίνουν κυβέρνηση οι ναζί, με αυτό το πνεύμα υποστήριξε τον ακροδεξιό στρατηγό Χίντεμπουργκ για πρόεδρο της δημοκρατίας για να εμποδίσει την εκλογή του Χίτλερ. Το αποτέλεσμα όμως ήταν ότι όταν ήρθε η ώρα, ο Χίντεμπουργκ παρέδωσε την εξουσία στον Χίτλερ και ο Μπρίνινγκ αντικαταστάθηκε από έναν άλλο παράγοντα του Κέντρου, τον Πάπεν, που συμμετείχε στην κυβέρνηση των ναζί.

Το δίλημμα που υπάρχει εδώ διατυπώνεται ξεκάθαρα σε ένα σχόλιο πάλι του «Βήματος», όπου δίνεται, φυσικά, η λάθος απάντηση:
«Άρα θα ανεχόμαστε κάθε διεφθαρμένο επειδή είναι πιθανόν να τον διαδεχθεί κάποιος ακόμη πιο διεφθαρμένος, κάθε εθνικιστή επειδή θα τον διαδεχτεί κάποιος σοβινιστής, κάθε ακροδεξιό επειδή θα τον διαδεχτεί κάποιος φασίστας; Δεν υποστηρίζω αυτό… Υποστηρίζω ότι πρέπει να συνυπολογίσουμε τι διακυβεύεται… Αυτή την εποχή δυνάμεις ακραίες, αντιδημοκρατικές, αντικοινοβουλευτικές επωφελούνται από την κατάντια του συστήματος για να το καταστρέψουν – όχι να το βελτιώσουν»20.

Το ερώτημα όμως πρέπει να τεθεί: Και αν η κατάντια του συστήματος έχει φτάσει πια στο σημείο που να μην επιδέχεται πια βελτίωση ή διόρθωση; Εάν η μόνη «βελτίωση» που μπορεί να γίνει είναι η επαναστατική ανατροπή του; Όταν ένα αυτοκίνητο στραπατσαριστεί ακόμη και άσχημα σε μια σύγκρουση μπορεί ίσως να επιδιορθωθεί, όταν όμως γίνει μια άμορφη μάζα από σίδερα, τότε πρέπει να το πετάξουμε και να βρούμε ένα άλλο.

Το καθήκον της επαναστατικής αριστεράς θα είναι να πείσει ότι σήμερα στη χώρα μας βρισκόμαστε αντιμέτωποι ακριβώς με μια τέτοια κατάσταση και ότι η αντικατάσταση του αυτοκινήτου δεν είναι μόνο αναγκαία, αλλά και ρεαλιστική. Αυτό όμως δεν μπορεί να γίνει με καθαρές λογικές «λαϊκής εξουσίας», αλλά πείθοντας το λαό με μια ριζοσπαστική και θεμελιωμένη πολιτική παρέμβαση που θα ξεκινά από τις τωρινές πραγματικότητες.

Αντί επιλόγου

Η ακροδεξιά, νεοφασιστική άνοδος, η κρίση του κοινοβουλευτισμού, η βαθμιαία εκτροπή από την αστική νομιμότητα, κ.λπ., δεν έχουν τίποτα το συγκυριακό. Είναι έκφραση της βαθιάς παγκόσμιας κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος αλλά και δείκτης της προσπάθειας και της δύναμής του ανασυγκροτηθεί με έναν ριζικά αντιδραστικό τρόπο, για να ανακόψει την κοινωνική πρόοδο. Ταυτόχρονα, αυτές οι τάσεις ενισχύονται από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές των τωρινών κυρίαρχων δυνάμεων και δεν είναι δυνατό να αντιμετωπιστούν στο έδαφος του καπιταλισμού, με τα μέσα που προτείνουν οι υπερασπιστές του ή όσοι επιθυμούν μια ουτοπική επιστροφή στις καλύτερες εποχές του παρελθόντος. Η αριστερά χρειάζεται λοιπόν ένα πρόγραμμα που ξεκινώντας από την απόκρουση της αντιδραστικής επίθεσης και την ανατροπή στη χώρα μας των μνημονίων, θα αμφισβητεί παραπέρα τις βάσεις του ίδιου του καπιταλισμού.

Είναι πιθανό στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες, η αστική τάξη να μπορέσει να βρει μια προσωρινή, επισφαλή διέξοδο από την κρίση με μη φασιστικό-ακροδεξιό τρόπο. Ωστόσο, συνολικά η απειλή του φασισμού στα επόμενα χρόνια θα ενισχύεται, κυρίως στις πιο καθυστερημένες χώρες όπου οι συνέπειες της κρίσης βιώνονται επώδυνα και όπου ο καπιταλισμός δεν μπορεί να βρει άλλη διέξοδο από τις οξυνόμενες αντιφάσεις του.

Όλα δείχνουν ήδη ότι οι μάχες του κοντινού μέλλοντος θα δοθούν ανάμεσα στο φασιστικό και ακροδεξιό τέρας, που σηκώνει κεφάλι, και τις δυνάμεις που επιδιώκουν την ανατροπή του καπιταλισμού, με επικεφαλής την εργατική τάξη και τα ανατρεπτικά κινήματα των καταπιεσμένων. Είναι πιθανό ότι η τωρινή αμυντική φάση του κινήματος, αντίστοιχη εκείνης του 1929-34, θα φτάσει στο τέλος της σε 1-2 χρόνια και θα ακολουθήσει μια φάση ανόδου και αντεπίθεσης με επαναστατικές δυνατότητες, όπως αυτές που αναφάνηκαν στην περίοδο των Λαϊκών Μετώπων, στην Ισπανία και αλλού. Οι εξεγέρσεις στον Αραβικό Κόσμο, η ελπιδοφόρα ανάπτυξη των κινημάτων των Αγανακτισμένων στην Ευρώπη, προδιαγράφουν ένα νέο ευρωπαϊκό 1848. Οι μαρξιστές πρέπει να πιστεύουν στη διεθνή και διεθνιστική αυτή προοπτική και να την προετοιμάζουν. Δεν θα πρέπει να ξεχνούν όμως ότι η αντίδραση προηγείται αυτή τη στιγμή, ότι έχει προετοιμαστεί καλύτερα και δεν θα διστάσει μπροστά σε κανένα έγκλημα και καμιά αυταρχική εκτροπή προκειμένου να υπερασπίσει το σύστημά της. Η μάχη ανάμεσα στα επαναστατικά κινήματα και στο φασισμό θα δοθεί σε αυτό το φόντο.
Απομένει στους ακτιβιστές και τις σοβαρές ηγεσίες του κινήματος να βοηθήσουν ώστε η μάχη να δοθεί με τρόπο που να διασφαλίσει την αίσια για την ύπαρξη της ανθρωπότητας έκβαση. Η μαρξιστική ανάλυση της κατάστασης και το ξεπέρασμα των καθυστερημένων, σταλινικών και άλλων λογικών, αποτελούν όρους της.

Σημειώσεις

1. Βλέπε, «Νέα δημοσκόπηση της Marc», iskra. Η συνολική πρόβλεψη ψήφου της ακροδεξιάς σε αυτή τη δημοσκόπηση ήταν 19,5% (9,9% Ανεξάρτητοι Έλληνες + 5,7% Χρυσή Αυγή + 3,9 % ΛΑΟΣ), έναντι 19,5% της Αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ 9,8% και ΚΚΕ 9,7%) – υπάρχει δηλαδή πλήρης ισοδυναμία. Η Marc δεν εμφανίζει το ποσοστό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αλλά ούτε περιέλαβε τις συνεργασίες Καμμένου-Δημαρά και Παπαθεμελή-Καζάκη, που εάν υπολογίζονταν θα έδιναν ένα προβάδισμα στην ακροδεξιά. Η VPRC πάλι δίνει 25,5% στην Αριστερά και 19% στην ακροδεξιά, περιλαμβάνοντας την ΑΝΤΑΡΣΥΑ αλλά όχι τις συνεργασίες Καζάκη-Παπαθεμελή και Καμμένου-Δημαρά, που θα μείωναν τη διαφορά («ΔΗΜΟΣΚΟΠΗΣΗ VPRC: Άπιαστη η αυτοδυναμία. 3ος ο ΣΥΡΙΖΑ, ανοδική η ναζιστική Χρυσή Αυγή», xronika). 23-18,5 είναι το αντίστοιχο σκορ στη δημοσκόπηση της PulseRC υπό τις ίδιες συνθήκες.
Υπολογίζουμε εδώ ως ποσοστό της Αριστεράς το άθροισμα ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ, επειδή αυτά τα κόμματα έχουν μια πολιτική η οποία, τουλάχιστον στις προθέσεις και τις διακηρύξεις, στρέφεται όχι μόνο ενάντια στο μνημόνιο αλλά και ενάντια στο ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα. Η Δημοκρατική Αριστερά, αντίθετα, ουσιαστικά αποδέχεται το μνημόνιο και πολύ περισσότερο τον καπιταλισμό, αποτελώντας αντικειμενικά την αριστερή πτέρυγα των παραδοσιακών, μη ακροδεξιών δυνάμεων του συστήματος.
2. Βλέπε Χρ. Κεφαλή, «Για τον ακροδεξιό, νεοφασιστικό κίνδυνο και την αντιμετώπισή του», Μαρξιστική Σκέψη, τόμ. 5, σελ. 317-54, «Το νέο κόμμα του Π. Καμμένου και οι προοπτικές της ελληνικής ακροδεξιάς», iskra και «Και πάλι για την ακροδεξιά και το κόμμα του κ. Καμμένου», xronika.
3. Παρατίθεται στο Δήμητρα Κρουστάλλη, «Οι πολιτικοί σας δεν μπορούν και ο λαός δεν θέλει», Βήμα, 1/4/2012.
4. Για τις εκτιμήσεις αυτές, βλέπε αναλυτικά στο Χρ. Κεφαλή, «Για τον ακροδεξιό κίνδυνο και την αντιμετώπισή του», Μαρξιστική Σκέψη, τόμ. 5, ιδιαίτερα σελ. 336-44.
5. Βλέπε, π.χ., μεταξύ άλλων Δ. Παπαγιαννάκος, «Ακροδεξιός νεοφιλελευθερισμός στο πρόγραμμα του Πάνου Καμμένου», tvxs.gr/ και Π. Ψάλτης, «Πρόγραμμα Kαμμένου: πολιτικό σχέδιο αστικού βοναπαρτισμού», marxismos.
6. Βλ. π.χ., «''ΜΝΗΜΟΝΙΟ ΤΕΛΟΣ''-ΤΕΤΑΡΤΗ 4 ΑΠΡΙΛΙΟΥ Ο Π.ΚΑΜΜΕΝΟΣ ΑΝΑΚΟΙΝΩΝΕΙ ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ», forza-grecia.
7. Βλέπε σχετικά το άρθρο του Καζάκη «Είναι η άρνηση της πληρωμής του χρέους “διαχειριστική” πρόταση;», στη Μαρξιστική Σκέψη, τόμ. 1, σελ. 93-108.
8. «Κύρια σημεία της συνέντευξης του Προέδρου του ΛΑΟΣ κ. Καρατζαφέρη στο Κανάλι 10», 3/1/2012, laosfokidos.
9. Το θέμα εξετάζεται αναλυτικά σε άρθρο της Χ. Ζιάκα στο τελευταίο τεύχος της «Μαρξιστικής Σκέψης». Βλέπε, Χ. Ζιάκα, «Χρυσή Αυγή: ο φασισμός από την ανυπαρξία στο προσκήνιο σε συνθήκες κρίσης», Μαρξιστική Σκέψη, τόμ. 5, σελ. 367-81.
10. Α. Παπαρήγα, «Εμείς δεν θα πουλήσουμε τον λαό για υπουργεία», Έθνος, 29/4/2012.
11. Α. Παπαρήγα, «Ανίσχυρη αστική κυβέρνηση σημαίνει ισχυρός λαός που θα της κάνει τη ζωή δύσκολη», Ριζοσπάστης, 21/3/2012.
12. Π. Λαφαζάνη, «Η αριστερά και οι ιστορικές εκλογές της 6ης Μάη», iskra.
13. Γ. Τόλιου, «Επτά επίδικα ερωτήματα», iskra.
14. Σ. Σακοράφα, «Οι άρχοντες φοβήθηκαν μην πάθουνε ζημιά», Μαρξιστική Σκέψη, τόμ. 4, σελ. 51.
15. Βλέπε Α. Χαλβατζή, «Μια ολοκληρωμένη τοποθέτηση», http://alekosch.wordpress.com.
16. Στ. Χριστακόπουλου, «Πανωλεθρία χωρίς προηγούμενο», Το Ποντίκι, youpayyourcrisis .
17. Απ. Αποστολόπουλου, «Η λαϊκή δεξιά, η αριστερά και ο φόβος», iskra.
18. Γ. Δελαστίκ, «Το φαινόμενο του κόμματος του Πάνου Καμμένου», Επίκαιρα, seisaxthia. Για τον ίδιο λόγο που είναι λάθος η προσέγγιση του Δελαστίκ, ήταν λάθος και η αποστροφή του Αλ. Τσίπρα ότι θα μπορούσε πιθανά μια κυβέρνηση της αριστεράς να λάβει τις ψήφους του Καμμένου στη Βουλή. Αν και η αναφορά δεν είχε το νόημα μιας πρότασης συνεργασίας, όπως ερμηνεύθηκε από τα ΜΜΕ, δεν πήρε υπόψη ότι οι προοπτικές του νέου κόμματος είναι πολύ διαφορετικές.
19. Θ. Λιανός, «Αλόγιστοι ρήτορες της συμφοράς», Βήμα, 22/4/2012.
20. «Το επταήμερο του Διόδωρου», Βήμα, 22/4/2012.

*Ο Χρήστος Κεφαλής είναι χημικός, μέλος της ΣΕ της Μαρξιστικής Σκέψης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου