- ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΑΡΗ
ΤΑΣΤΑΝΗ - Θέατρο «Μίκης Θεοδωράκης»,
Αργυρούπολη Κυριακή, 4.3.2012
Αγαπητές φίλες και φίλοι,
Βρισκόμαστε σήμερα εδώ με μια διπλή ιδιότητα: Tων φίλων της ποίησης και των παλιών και πιο πρόσφατων φίλων του Άρη Ταστάνη. Για να γιορτάσουμε ένα πραγματικά πολύ σημαντικό σταθμό στη ζωή ενός ποιητή – την πρώτη αναδρομική ποιητική συλλογή του μετά από 12 ατομικές. Τα ταξίδια μου [1976-2011] αποτυπώνουν μια ποιητική διαδρομή 35 χρόνων από την κυκλοφορία της πρώτης συλλογής του με τίτλο Πίσω από γυάλινους τοίχους το 1976 - ένα χρόνο μετά την καθήλωση του στο αναπηρικό καρότσι. Κι υπάρχει ένας ακόμα λόγος γιορτής εδώ σήμερα όλων εμάς μαζί με τον Άρη: Το ίδιο το γεγονός της έκδοση ενός βιβλίου, και μάλιστα ενός βιβλίου ποίησης, αποτελεί πλέον από μόνο του ένα κατόρθωμα: του ίδιου του δημιουργού, αλλά και του εκδοτικού οίκου που αναλαμβάνει το εγχείρημα. Κι όχι μόνο επειδή εδώ και τρεις δεκαετίες η εποχή μας χαρακτηρίζεται ως «αντιποιητική», μια εποχή όπου η ποίηση ως η πιο προσωπική μορφή αισθητικής έκφρασης του ανθρώπου δεν έχει πολλές ευκαιρίες να συναντηθεί με το κοινό της, τους ανθρώπους που τη διαβάζουν και την αγαπούν – «…αυτές τις μέρες που λένε ότι τα ποιήματα έχουν τελειώσει», όπως γράφει στο ποίημα του «Ανοιχτή επιστολή» κι ο Άρης.
Αλλά κυρίως επειδή εδώ και δύο χρόνια, προκειμένου να μη γίνει στάση πληρωμών απέναντι στους διεθνείς δανειστές της χώρας, ακολουθείται ο δρόμος της λεγόμενης «εσωτερικής υποτίμησης» - σε τελευταία ανάλυση, της ίδιας της ανθρώπινης ζωής. Βιώνουμε έτσι την πιο βίαιη επέμβαση αναδιοργάνωσης της προσωπικής ζωής του εργαζόμενου ανθρώπου από μεριάς της εξουσίας. Προς όφελος του πιο επιθετικού τμήματος του διεθνούς κεφάλαιου, του χρηματοπιστωτικού, σε μια επιχείρηση υπέρβασης της κρίσης χρέους, που αποτελεί την κυρίαρχη μορφή της δομικής κρίσης του συστήματος, μέσω μιας τεράστιας αναδιανομής εισοδήματος από τους «κάτω» στους «πάνω» και, ειδικά στο πλαίσιο της Ε.Ε., από τις πιο αδύνατες στις πιο ισχυρές, πλεονασματικές οικονομίες και χώρες: Όταν ήδη οι άνεργοι καλούνται να ζήσουν με 7,5-11,5 ευρώ τη μέρα και υπολογίζεται ότι μέχρι τέλος 2012 αυτοί θα κυμαίνονται μεταξύ 1.200.000-1.300.000 αντρών και γυναικών, ενώ η πλειοψηφία των εργαζόμενων Ελλήνων κι Ελληνίδων χάρη στο Μνημόνιο Νο 2 και τη νέα δανειακή σύμβαση θα τείνουν να ζουν με 15 ευρώ τη μέρα, θα απαιτείται προσωπική γενναιότητα για κάθε βιβλίο που αγοράζεται, άρα και για κάθε βιβλίο που βρίσκει το δρόμο της έκδοσης. Και νομίζω ότι είναι περιττό να σας πω την εποχή που γκρεμίζεται το εντελώς υποτυπώδες κοινωνικό κράτος στη χώρα μας, τι αυξημένη γενναιότητα απαιτείται από μεριάς δημιουργών, όπως ο Άρης Ταστάνης, για να συνεχίσουν να δημιουργούν. «Η δική μας ζωή όνειρο, ενέχυρο και δρόμος χωρίς τέλος», γράφει στο «Καημός και παράπονο», πολύ περισσότερο στις σημερινές συνθήκες γενικής κοινωνικής ερήμωσης: Τώρα καλούνται να παλέψουν για τα αυτονόητα, για το δικαίωμα τους σε μια αξιοπρεπή ζωή, κυριολεκτικά από την αρχή.
Γι’ αυτό και δεν αρκεί μόνο η πάλη κι η ευρύτερη δυνατή μετωπική συμπαράταξη για την ανατροπή αυτής της πολιτικής κοινωνικού ολοκαυτώματος. Χρειάζεται ταυτόχρονα σήμερα μια πολιτιστική επανάσταση, που θα επιτρέψει να εξακολουθήσει να υπάρχει στην τέχνη που δεν είναι καταφύγιο απέναντι στην κοινωνική βαρβαρότητα ούτε παίζει ρόλο βάλιουμ απέναντι στις κοινωνικές συγκρούσεις. Στην τέχνη που στέκεται κριτικά απέναντι στην κοινωνική πραγματικότητα κι ανατρεπτικά απέναντι στην εξουσία, που ανοίγει τα μάτια και τ’ αυτιά των ανθρώπων στα υπέργεια κι υπόγεια ρεύματα και κοινωνικές διαδρομές ολόγυρα τους, που πυροδοτεί τη σκέψη και είναι μια τέχνη χρηστική για την ανθρωποποίηση του ανθρώπου – μια τέχνη δηλαδή σαν αυτή του Άρη Ταστάνη. Ας γιορτάσουμε λοιπόν σήμερα και τ’ ότι έχουμε ακόμα τη δυνατότητα να ερχόμαστε σ’ επαφή μέσα από νέες εκδόσεις με τα έργα μιας τέτοιας τέχνης. Ότι για μας σε μεγάλο βαθμό δεν ισχύει, ακόμα τουλάχιστον, ο στίχος του Μπρεχτ: «Δε θα λένε: Ήτανε σκοτεινοί καιροί. Θα λένε: Γιατί σωπαίναν οι ποιητές τους;» Γιατί η ποίηση έχει αυτή τη λειτουργία που αποτυπώνει ο Άρης παραφράζοντας τον Χικμέτ: «…-Κάθε πρωί η καρδιά μου ντουφεκίζεται στην Ελλάδα! / -Κάθε νύχτα η καρδιά μου ντουφεκίζεται στη Σμύρνη! - Αυτός ο λόγος των ποιητών μας ενώνει πάντα…» [από το ποίημα «Τρία μάτια στο Αιγαίο-Στο σ. Ονέρ Σενόλ», Λαύριο 1984]
Ας εξετάσουμε όμως, πρώτα, τα κυρίαρχα μοτίβα στα ποιήματα του Άρη Ταστάνη.
Μπορεί η ποίηση του να γράφεται στο αναπηρικό καροτσάκι κι ο Άρης να περνάει το μεγαλύτερο διάστημα της ζωής του σε ένα αστικό τοπίο, μ΄ επίκεντρο τη μονοκατοικία στην Τερψιθέα της Γλυφάδας, που είναι σπίτι του, μόνο όμως στα διαλείμματα της είναι μια ποίηση «σκοτεινή». Στο κύριο σώμα της ξεχειλίζει από φυσικά στοιχεία και, πολύ συχνά, φως και χρώματα. Κάποιες φορές τόσο εκτυφλωτικά, ώστε ακόμα κι αν ο χρόνος αναφοράς είναι νυχτερινός, ο αναγνώστης να τον προσλαμβάνει ως ένα «αστραφτερό» σκοτάδι.
Από τα φυσικά στοιχεία κυριαρχούν δύο: Το νερό – κυρίως αλλά όχι μόνο ως θάλασσα – γι’ αυτό και το βασικό χρώμα στην ποίηση του, όταν δεν είναι το σκοτάδι της νύχτας, είναι το γαλάζιο του Αιγαίου - κι ο άνεμος: Και τα δύο χωρίς αρχή και τέλος, σύμβολα μιας ελευθερίας χωρίς φραγμούς, πολύ πέρα από τις δυνατότητες και του πιο λειτουργικού ανθρώπινου σώματος, μιας ελευθερίας απεριόριστης. Γιατί αυτό είναι πριν απ’ όλα η ποίηση του Άρη Ταστάνη: Ένα δοξαστικό στην ελευθερία.
«�eA1ίξε γαρύφαλλο στ’ αλμυρό νερό. / Η θάλασσα μας σημαδεύει και σε τούτο τον καιρό.» [«Θαλασσινό τραγούδι»]
«Να είναι οι νύχτες σου θάλασσες ανθισμένες / Να είναι τα τραγουδάκια σου κύματα σμαραγδένια / Να είναι τα βουρκωματάκια σου του Αύγουστου ξαφνικές βροχούλες» [«Το νανούρισμα της Φελίσιας»].
«Κι ας γνωρίζουμε καλά όλοι μας / Ότι οι τρικυμίες θα δυναμώσουν / Στη Μεσόγειο και στις θάλασσες του κόσμου…» [«Το βάσανο της λησμονιάς»]
«Πάντα ήσουν ποταμός απέραστος κι αγριεμένος.» [«Νυχτερινό»]
«Απόψε στη Μεσόγειο καλπάζει αραβικό φαρί ο νότιος άνεμος.
Κοιμούνται άσκεποι οι φίλοι μου στην έρημο του Μπιρ-Χακίμ.
Μισό αιώνα περιφέρομαι ανέστιος, λαθραίος και παράνομος…
Θάλασσα παρηγοριά μου, φύλαξε της ζωής μου τα κομμάτια.»
[«Μεσόγειος»]
Η ζωή γενικότερα ξεδιπλώνεται σε μεγάλο βαθμό μέσα από αναφορές σε φωτεινά ή σκοτεινά θαλασσινά τοπία. Η θάλασσα σηματοδοτείται με το κύριο σύμβολο του θαλασσινού ταξιδιού, το καράβι. Καράβια-νησιά, καράβια-κομματάκια απ’ το παζλ της ιστορίας. Μαζί με τον άνεμο, πάλι, εμφανίζονται ως μοτίβα τα κατεξοχήν πλάσματα τ’ ουρανού, τα πουλιά. Και συνειρμικά με το νερό, τον άνεμο, τα καράβια και τα πουλιά όχι τυχαία η πιο άμεση αναφορά σε ανθρώπινα πλάσματα αφορά τα πιο αδέσμευτα απ’ αυτά, τους αντάρτες.
«Είχαμε ζήσει πάντα σε κλειστές παραλίες / Με τ’ αλμυρίκια να φυτρώνουν ανάμεσα / Σε σπασμένα κεραμίδια κι απολιθωμένα όστρακα» [«Κλειστές παραλίες…», 1998]
«Θέλω να υπάρχεις. / Όπως η θάλασσα που δεν τελειώνει πουθενά! /…Θέλω να υπάρχεις. / Φωτισμένο ποστάλι στο βουρκωμένο Αιγαίο!» [«Θέλω να υπάρχεις»]
«Η Μυτιλήνη / Καράβι στα πέλαγα του κόσμου τον ταξιδεύει…» [«Οι φίλοι μου»]
«Γιατί εσύ είσαι ένα καραβάκι από πευκόφλουδα / Που έχει άλμπουρα τα παραπονεμένα λόγια / Του μπάρμπα-Αριστή από τα Λεύκα της Άγρας. / Στην πλώρη μια Γενοβέφα του Θεόφιλου / Κατάρτια τα παιδικά μας σπαθιά από κυδωνόκλαδο. / Και ταξιδεύει γιαλό-γιαλό μέχρι να ξημερώσει / Πάνω-κάτω στην άγονη γραμμή.» [«Γιατί το 2009;»]
«Να είναι οι πόθοι σου καράβια που αρμενίζουν / Να είναι οι τύχες σου διαβατάρικα πουλιά» [«Το νανούρισμα της Φελίσιας»]
«Να είναι πάντα ανοιχτοί οι δρόμοι σου / Θαλασσοπούλια οι πόθοι σου. / …Καράβι φωτισμένο η Ανατολή.» [«Αμανές»]
«Θαλασσοπούλια από την Κίνα κι από τη Χιλή» [Χειμωνιάτικη μπαλάντα, 2009]
«Άνεμος ασίκης απ’ τα μέρη της ανατολής χρυσοράσωτος δραγάτης. / Στο τραπέζι απλώνει κουρμπάνι τις ντουφεκισμένες μοίρες. / Νεκρόδειπνο με τις ψαρογυναίκες που ’χουν φτερά στην πλάτη. / Παραμονή Πρωτοχρονιάς στολίστηκες και βγήκες στο κλαρί αντάρτης.»[«Ένας γυρισμός»]
Τα μοτίβα της θάλασσας και των πουλιών διευρύνονται τόσο ώστε να καλύπτουν το εργατικό κίνημα και το ίδιο το χειραφετητικό όνειρο και όραμα των ανθρώπων.
«Για τα παιδιά / Με τα ξύλινα σπαθιά: Που πήραν της θάλασσας τους δρόμους / Με μια σημαία κόκκινη στους ώμους! / Για τα παιδιά / Με τα ξύλινα σπαθιά: Που γίνανε θαλασσοπούλια της νοσταλγίας. / Κι άστρα μακρινά μιας χαμένης ευτυχίας.» [«Τα παιδιά με τα ξύλινα σπαθιά»]
Η λαχτάρα της θάλασσας στην ποίηση του Άρη ταυτίζεται με τη λαχτάρα για ζωή. Κι είναι τόσο δυνατή, ώστε να προσδιορίζει την ίδια την πόλη:
«Ο νόστος της θάλασσας στις αντένες φωλιάζει.» [«Νυχτώνει»]
Η γη, αντίθετα, το γειωμένο στοιχείο, είναι εξαιρετικά σπάνιο μοτίβο. Ίσως όχι τυχαία η μοναδική αυτοτελής αναφορά σε αυτή γίνεται σ’ ένα ποίημα που αναφέρεται στο θάνατο του ποιητή:
«Η γη να τραγουδά τους δικούς της ρυθμούς.» [«Όταν θα φύγω…», 1998]
Τις ελάχιστες υπόλοιπες αναφορές σ’ αυτή, τις συναντούμε συνήθως υποταγμένες στην έξαρση της θάλασσας ή του ανέμου, στη δυναμικότητα δηλαδή των κύριων φυσικών στοιχείων αναφοράς:
«Άνεμος υγρός, νωχελικά γυροφέρνει στις αποικίες της ελιάς / Στα πέτρινα τσαμλίκια, στων πηγαδιών τα μάγγανα / Στα ξεροτρόχαλα προσκυνητάρια, στους σκουριασμένους χείμαρρους / Στων ψαράδων τα χνάρια / Στις ξερολιθιές και τις σημαδούρες των οστρακολιβαδιών.» [«Αυγούστου νύχτες…», 1999]
Δεύτερο, τα ταξίδια του Άρη Ταστάνη, με πεδίο αναφοράς τον τίτλο της αναδρομικής ποιητικής του συλλογής, είναι καταρχήν κυριολεκτικά: Τα καλοκαίρι απ’ τη Γλυφάδα στη γενέτειρα του, τα Παράκοιλα της Μυτιλήνης. ΄Η σχεδόν κυριολεκτικά: Φθάνουν μέχρι σχεδιασμούς επί χάρτου.
«…Στις τσέπες ηλιόσποροι και προκηρύξεις / Όταν βραδιάζει για χάρτες τ’ απλώνουμε στο σιδερένιο τραπέζι του μπαλκονιού.» [«Αυγούστου νύχτες…», 1999]
«Κι αποθυμιές των μακρινών ταξιδιών / Ένα ποτήρι κόκκινο κρασί στο τραπέζι κάτω απ’ την κληματαριά» [«Όταν θα φύγω…», 1998]
Ή μέχρι την αίθουσα αναμονής του παλιού αεροδρόμιου του Ελληνικού – εκεί που σήμερα μέχρι τις 3.00 φυτεύεται ένας ελαιώνας προκειμένου να μη μετατραπεί σε πολυτελείς κατοικίες και καζίνα.
«Γύρω απ’ το τσίγκινο τραπεζάκι / Στην αίθουσα αναμονής / Απολαμβάνουμε ζεστή σοκολάτα / Μεγαλόφωνα σχολιάζοντας το άγχος των ταξιδιωτών. / …Ξημερώνει. / Στον ηλεκτρονικό πίνακα αναγγέλλεται η πτήση 604 / Για Ντουμπάι. / Ανοίγουν τα διαβατήρια. / Εμείς μαζεύουμε τσιγάρα, αναπτήρες, σταυρόλεξα. /Τώρα τι κάνουμε;» [«Αεροδρόμιο Ελληνικού»]
Κυρίως όμως είναι ταξίδια φαντασιακά: Βασικό όχημα του Άρη το μυαλό του:
«Γύριζε με το μυαλό του όλη την υδρόγειο / Πίσω από τα κλειστά στόρια της μονοκατοικίας / Στα ριζά του καμένου δάσους επί μπαζωμένου ρέματος… / …Με το μυαλό του πατίνι / Γύριζε πάλι όλο το δωμάτιο / Που διάγει βίο συνηθισμένο και νόμιμο…» [«Ένα Σαββατόβραδο», 2001]
Σύμβολα αυτών των ταξιδιών, χάρτινα ή ζωγραφισμένα καραβάκια, απ’ το Αιγαίο μέχρι τις θάλασσες του κόσμου. Η ασπρόμαυρη φωτογραφική εικονογράφηση της ποιητικής συλλογής του Άρη με τα γλυπτά καραβάκια του Τάσου Ταστάνη, που είχαμε την απόλαυση να δούμε τριδιάστατα και με όλα τα εκτυφλωτικά τους χρώματα στην «Έκθεση των 113 Καλλιτεχνών» ενάντια στο ξεπούλημα του Ελληνικού τον περασμένο Σεπτέμβρη, παρεμβαίνει σ’ ένα γεγονός: Τα καραβάκια του Άρη κάποια στιγμή αποδεικνύονται σχεδόν εκρηκτικά.
«Καράβι χάρτινο φτιάχνει πειρατικό. / Ανάβει τσιγάρο λαθραία στη γωνιά του. / Και σήματα απεγνωσμένα στέλνει με καπνό.» [«Ένας άλλος άνθρωπος», 2009]
«Ήταν ένα διάφανο ποταμάκι / Που άφηνε χάρτινες βαρκούλες / Δίχως ποτέ να βρουν στο Αιγαίο λιμανάκι.» [«Διπλό τραγούδι»]
«Και το καραβάκι που ζωγράφισα στα παιδιά ναυάγησε.»
[Οδοιπόρος]
«…Κάποτε ζωγράφιζα καραβάκια μ’ ανοιχτά πανιά / Το τετράδιο κατασχέθηκε τον Οκτώβριο του 1979 / Ο ασφαλίτης θα ‘ταν μύωψ / Αλλιώς πως γίνεται τα καραβάκια / Να μοιάζουν με σχεδιαγράμματα βομβών;» [Αποσπάσματα]
Είναι ταυτόχρονα ταξίδια στο χρόνο: Στην παιδική ηλικία και στην ιστορία.
«Θα σου χαρίσει, λέει άφωνα, / Να μυρίζεις / Εκείνη τη θάλασσα που μύρωνε τα παιδικά του όνειρα. [«Οκτ. 1990, Περιθώριο ημερολογίου»]
«Γκρίζο βαθύ του χρόνου / Τότε που παιδί τον άφηναν στο καφενεδάκι της Επάνω Σκάλας / Να τρέξουν στο επισκεπτήριο της φυλακής / Να δουν τι έκανε με την έφεση ο δικηγόρος.» [Επιστροφή…]
Είναι ταξίδια που ξεκινούν μέσα απ’ το πάντα ανοικτό μεγάλο παράθυρο του δωματίου του στη μονοκατοικία της Τερψιθέας, πίσω απ’ το οποίο περνάει τις ώρες του καθημερινά. Γίνεται έτσι για τον Άρη ένα παράθυρο που ανοίγει σε κάθε γωνιά του κόσμου και της ιστορίας.
«Καθημερινά / Σχεδιάζω στη μούχλα των τζαμιών / Ανακαταλήψεις κι επεκτάσεις της αυτοκρατορίας μου / Με κωδική ονομασία:
“Ιωσηφίνα – Ρωξάνη – Ρόζα – Εστρέλα”».[«Οκτ. 1989, Περιθώριο ημερολογίου»]
«Από μέρες με παράθυρα κλειστά επιστρέφουμε.» [«ΠροσωποΓραφία»]
«Πάντα μεσάνυχτα και κάτι ανοίγει το παράθυρο / Στον τοίχο μια θάλασσα σκοτεινή τον καταπίνει. / Μες στο βυθό της μεταλλαγμένο σκύβαλο, κοχύλι κι άχυρο. / Στους Πόρφυρες η Φελίσια τα λύτρα της αθανασίας ξαναδίνει.» [«Η μπαλάντα του αλαφροίσκιωτου»]
«Τις νύχτες που τ’ άστρα παγώνουν στης ανατολής τα κανάλια / Ανοίγω παράθυρο να βγουν απάγκιο της κακουχίας οι σύντροφοι μου. / Στην τάβλα κόκκινο κρασί, βαριά τσιγάρα, αμέρωτο της ζωής το τραύμα.» [«Προαστίων κοινή ιστορία», 2009]
«Κουράστηκα να υπάρχω εδώ όπως υπάρχω / Πριν γίνω ένα με το παράθυρο / Θα φύγω…» [«Το ταξίδι», 1987]
Εξίσου σημαντικό όμως με το παράθυρο είναι το ταβάνι του δωματίου του, που πάνω του καρφώνεται η ματιά του. Ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, το βλέπει να μετατρέπεται σε θάλασσες κι ακρογιάλια, σε ιδανικό τοπίο ταξιδιού, σε πεδίο αντίστασης.
«Είναι γιατί τώρα εμείς μόνο μπορούμε / Μετά τα μεσάνυχτα όλα να τα θυμόμαστε. / Αφού πολύ εύκολα το ταβάνι / Μετατρέπουμε σε ακρογυάλι. Μάλιστα / Πάντα της Μεσογείου / Με Σικελικούς εσπερινούς.» [«Το βάσανο της λησμονιάς»]
«Οι ημερομηνίες στο ταβάνι / Με ξεθωριασμένα διαβατήρια στην τσέπη / Και τούτο το Σαββατόβραδο θα επιβιβαστούν / Στο οχηματαγωγό «Αλκαίος» της άγονης γραμμής / Φούρνοι – Ικαρία –Καρλόβασι – Χίος – Ψαρά – Σίγρι - / Λήμνος - Άγιος Ευστράτιος –Σαμοθράκη - Αλεξανδρούπολη.» [«Ένα Σαββατόβραδο», 2001]
«Μ΄ όλα τα κόλπα στο ταβάνι που το μυαλό μου φτιάχνει / Θα ξεγελάσω ενοχές, μπάτσους, κάμερες και νόμους.» [«Το τραγούδι της Φελίσιας», 2005]
Το ταβάνι στην ποίηση του Άρη μετατρέπεται και σε ερωτικό κρεβάτι:
«Στου ταβανιού τη λάσπη εξαγνίζει τα όνειρα, τους έρωτες και τους θανάτους του.» [«Είναι ή μπορεί να είναι…», 2002]
«Αμέτρητες οι νύχτες που στο ταβάνι σε πλαγιάζω.» [«Διπλό τραγούδι των οδοιπόρων της νύχτας»]
Τρίτο, τα ποιήματα του Άρη Ταστάνη στοιχειώνουν μνήμες. Μνήμες μυθικές και προϊστορικές, από γοργόνες και αρχαίες κόρες. Μνήμες ιστορίας, παλιότερης και σύγχρονης. Συχνότερα όχι σε ξεχωριστές χρονικές ακολουθίες, όχι «τακτοποιημένες», αλλά «αβόλευτες», ανάκατες μαζί. Κυρίως μνήμες αίματος.
«Αρμολογεί τις μνήμες των προγόνων σε δέρματα κοχυλιών… / Λένε ακόμα / Για τις παρθένες κόρες της Δαμοφίλης. / Σαν κρεμούσαν τα νυφικά τους πέπλα / [τα σημαδεμένα με το αίμα του Χριστού] / Στ’ απολιθωμένα κιονόκρανα. / Πάνω από την έδρα
Του περιοδεύοντος διαρκούς στρατοδικείου… / Οι Μυροφόρες σκόρπισαν ντουφεκισμένες…» [«Οι φίλοι μου»]
«Το αίμα τους στέγνωσε σε γάντζους Σαρακηνών πειρατών / Σε πελέκια Γενουατών μισθοφόρων / Σε λόγχες Οθωμανών / Στις κάνες Ινδικών αποικιακών συνταγμάτων.» [«Ο τόπος και ο χρόνος…», 1999]
«Τις αλήθειες μας άδοξα χάσαμε. /Την Αργώ σε κλειστή παραλία κάψαμε./ Τους συντρόφους του Ιάσονα ερήμην δικάσαμε… / Τη νύχτα που σκοτώσανε τον Τσε Γκεβάρα. /Τα μάτια του έπλυνε ο ωκεανός με σαραντάπηχο κύμα… / Τη νύχτα που κρεμάσανε τον Στιβ Μπίκο...» [«Τρίπτυχη μπαλάντα»]
«Στα προσφυγικά καφενεία της Μυτιλήνης με τα θαμπά τζάμια / Ρακί της λησμονιάς πίνουν οι οπλαρχηγοί του Θεόφιλου.» [«Να γυρίζεις…», 2000]
Την κεντρική θέση στις μνήμες της νεότερης ελληνικής ιστορίας κατέχουν η Αντίσταση, ο εμφύλιος και η ήττα της Αριστεράς.
«Να μετράμε τη σιωπή και την πίκρα των κοριτσιών / Όταν χόρευαν γύρω απ’ το φοίνικα στο προαύλιο / Των Φυλακών Αβέρωφ / Πριν τα φορτώσουν στα τζέιμς / Για το συνήθη τόπο των αποκεφαλισμών… [«Το βάσανο της λησμονιάς»]
«Στους δρόμους της εξορίας εντελβάις φύτρωσαν./ Στην άμμο τα κράνη έγιναν φωλιές σκορπιών κι αρουραίων. / 60 χρόνια αποφόρια / Που το κεφάλι του Άρη στο φανάρι των Τρικάλλων κρέμασαν.» [«Προαστίων κοινή ιστορία», 2009]
Μ΄ ένα τρόπο, σ’ αυτές τις αναφορές σμίγουν μνήμες του Εμφύλιου με προδικτατορικές και άλλες αναμνήσεις απ’ τη δική μας γενιά, την επονομαζόμενη και «του Πολυτεχνείου». Χαρακτηριστικό το εξαιρετικό 4στιχο ποίημα με τίτλο «Γυάρος» και ημερομηνία «Γενάρης 1974»:
«Είναι βράχος τραχύς / Αγκάθια, σκορπιοί, κόκαλα αλμυροφαγωμένα. / Στη σκέψη του οι άνθρωποι φαντάζονται / Δέκα στρέμματα απ’ την κόλαση.
‘Η, απ’ τ’ «Αυθαίρετα κτίσματα»:
«Ύστερα ανοίγαμε τ’ απαγορευμένα βιβλία /Ακούγαμε ξένους / ραδιοσταθμούς. / Ο παππούς τρόχιζε ένα κουζινομάχαιρο / Να βγει ξανά στην αντίσταση και μουρμούριζε / Τον ύμνο της ΕΠΟΝ… / Εμείς τότε αράθυμοι και σκοτεινοί / Στις μάντρες γράφαμε / συνθήματα. / Με πρόκα γρατζουνίζαμε τ’ αμερικάνικα αμάξια… / Μεγάλες οι νύχτες του χειμώνα…»
Η αναφορά στον Εμφύλιο δεν αποτυπώνει μόνο γνώση της συλλογικής ιστορικής μνήμης. Πλησιάζει σε ακόμα πιο κοντινά και οικεία τοπία - στο νησί, στις αφηγήσεις των φίλων, των γειτόνων:
«Ο 17χρονος επονίτης στη βορειοδυτική Λέσβο. / Πολεμούσε και τραγουδούσε την επανάσταση των ταπεινών… / Ο τελευταίος απροσκύνητος του «κόκκινου βράχου»/ Στα χαντάκια της ενέδρας με πρόσωπο θρυμματισμένο /Σαν βρωμόσκυλο να σπαρταρά στην καρότσα του τζέιμς.» [«Οι φίλοι μου»]
«Για τη Χρυσάνθη και την Ανθίκλεια / Που κούρεψαν σαν τα γίδια / Οι μπουραντάδες στο χοροστάσι. / Για τον Μιχάλη τον Αϊβαλιώτη / Και τον Γιώργη τον μεγάλο γιο του αντάρτη / Που τους έβαλαν σε σακί με γάτες / Ν΄ ανανήψουν στις χαράδρες της Μακρονήσου…
[«Γιατί το 2009;» - Παράκοιλα, 2009]
«Ένας λάκκος σκεπασμένος με αγριόχορτα και πέτρες / Στερνό γιατάκι. /Αυτών που τόσο τη ζωή αγάπησαν / Και μια στάλα χαρά της δεν γεύτηκαν… /Πηγές γάργαρες, δέντρα άσκυφτα, θάλασσες πικροκυματούσες.» [«Επτά στροφές»] (Με την υποσημείωση: «Για τους 7 αντάρτες του Δ.Σ. Λέσβου που έπεσαν το 1949 και τους έθαψαν χωρίς ένα σταυρό από πουρνάρι στην περιοχή Λαρισσαίες πέτρες»)
Στην πραγματικότητα, όμως, έχουν την πηγή τους σε μνήμες από το ανώμαλο μετεμφυλιακό καθεστώς ακόμα πιο κοντινές: μνήμες της οικογένειας, μνήμες μέσα απ’ το ίδιο το σπίτι. Όχι πια λοιπόν μνήμες, αλλά αναμνήσεις.
Θα μου επιτρέψετε να διαβάσω ολόκληρο ένα από τα πιο όμορφα ποιήματα της συλλογής με τίτλο «Παιδικές αναμνήσεις»:
«Σ’ είδα με σκισμένο πουκάμισο
Καταμεσίς στους αρματωμένους χωροφύλακες
Ένα κνικάτο ρυάκι διέσχιζε το μεσοφρύδι σου
Και χάνονταν σιωπηλό στο ηλιοφάγωτο στέρνο σου.
Ήταν τα χέρια σου δεμένα με κλεψιέλες στη ράχη
Κι εγώ στην πιο σκοτεινή γωνιά τρέμοντας
Κοιτούσα τις ξιφολόγχες και τις λασπωμένες μπότες τους.
Ω χρόνια μου οχτώ!
Αδύναμο κορμάκι
Φαρμακωμένη παιδική ανεμελιά
Καιροί γιομάτοι παράπονο…
Χάθηκαν κατά τους δρόμους της θάλασσας.
«Παράνομος έρανος για τους εξορισμένους»,
Το έγκλημα του…
«Για τα πεινασμένα παιδιά τους».
«Για την ειρήνη».
«Για την αδερφοσύνη»,
Ψιθύριζε ο άνεμος καθώς η ομίχλη σκέπαζε το καίκι…
Γύρισες σούρουπο, δώδεκα χρονώ ήμουνα αγόρι.
Χωρίς να βαστάς δώρα.
Η πληγή στο μεσοφρύδι στεγνή.
Οι παλάμες σου όταν τις φίλησα, αλμυρές
Σαν το καύκαλο του κάβουρα.
Τα μαλλιά σου γλαρόφτερα πετάριζαν.
Τα μάτια σου έλαμπαν
Όπως τ’ αστέρια ψηλά στον ουρανό.»
Την τόσο μεγάλη ανάγκη να κρατηθεί ζωντανή η μνήμη φαίνεται να υπαγορεύει πριν απ’ όλα ο φόβος για τις συνέπειες της λησμοσύνης:
«Φύλαξα τις μνήμες / Στ’ απόκρυφα φαράγγια της καρδιάς. / Τις εικόνες άφησα να ξεθωριάσουν. / …Παιδιά με χαλασμένα δόντια παίζουν στα λασπόνερα / Κάτω από ήλιο φθισικό ανασαίνουν γκάζι και νταμαρόσκονη. / Το γραμμόφωνο μονότονα όλη μέρα παίζει τα πάθη της ξενητιάς. / Των κοριτσιών το γέλιο λεκές στο κλειστό παράθυρο. / Στο καφενείο μιλούσαν σιγανά για μεροκάματο με ένσημα…. / Αύριο στην απεργία με ό,τι καιρό. / …Πήραν τους δρόμους της δύσης δυο-τρεις / Κι άλλοι Αυστραλία, Αμερική, τον ιδρώτα τους / Φτηνά πουλάνε.» [«Πλαστικές ψηφίδες…»]
Τη συνάντηση της ιστορίας της οικογένειας του, και όχι μόνο, γενιά προς γενιά με τους σταθμούς της νεότερης ιστορίας της Ελλάδας αλλά και του κόσμου, εξιστορεί εξάλλου ο Άρης Ταστάνης στο ποίημα του «Οδοιπορία». Ξεκινώντας από τον παππού το εικοσιδύο και καταλήγοντας στην κόρη το εβδομηνταδύο:
«Το εβδομηνταδύο η κόρη σου. / Στις ταράτσες και στα πλυσταριά
/ Για του «Ρήγα» μάτωσε την κληρονομιά.»
Σ΄ αυτό το ποίημα η γενίκευση, το πέρασμα από το ειδικό και προσωπικό στο γενικό και συλλογικό, συντελείται μέσω της επωδού στο τέλος κάθε στροφής:
«Μάτια μου, γεράνια μου στο χιόνι. / Καισαριανή – Επταπύργιο-Ικαρία-Βαρκελώνη!.../
Μάτια μου, φεγγάρια μου στη δύση. / Μπιρ Χακίμ-Μπέλσεν-Δίστομο-Μακρονήσι!.../
Μάτια μου, μαγεμένα μου τοπία. / Παράκοιλα-Κερύνεια-Σμύρνη-Βαρσοβία!.../
Μάτια μου, κοράλλια μου Ρωμιοσύνη. / Βιετνάμ-Μπουμπουλίνας-Σοβέτο-Παλαιστίνη! /…
Μάτια μου, βυζαντινά μου πλάνα / Σαντιάγκο-Πράγα-Πόρτο Αλέγκρε-‘Αδανα!...»
Για να καταλήξει:
«Με ουρανό βουρκωμένο, βλέμμα φαρμάκι. / Γερνάς στους καμένους κήπους της Ελλάδας. / Δεν την αλλάζεις. Δε θα την ξεχρεώσεις. / Σαν υπνοβάτης ανέραστος στάζεις ανθάκι. / Στην αργυρή κλεψύδρα της φεγγαράδας / Αλαφροϊσκιωτος. Τι άραγε να δικαιώσεις; / Μάτια μου, ουράνιου τόξου αλμυρίδα. / Νοβισάντ-Βασόρα-Γένοβα-Αιολίδα!»
Είναι ολοφάνερο ότι ο Άρης Ταστάνης θεωρεί ότι η βίωση και διαφύλαξη της ιστορικής μνήμης δίνει στη γενιά μας το δικαίωμα ενός γενικότερου αναστοχασμού, μιας κριτικής κι αυτοκριτικής τοποθέτησης για την ιστορία, την Ελλάδα, την Αριστερά και τους ανθρώπους της μέσω της σημερινής μας οπτικής. Κάτι σαν δικαίωμα κρίσης για την ιστορία.
«Τα κανόνια δεν έγιναν φοινικιές / Τα κράνη φωλιές για πουλιά. / Έμειναν άταφοι εκείνοι που τον πόλεμο μισούσαν. /Καταφύγιο σκορπιών κι αρουραίων πάνω στην καυτή άμμο. /Κι όσοι γλύτωσαν σκόρπισαν σα φύλλα φθινόπωρου / Που δεν καρτερούν άνοιξη.»
[«Μετά τον πόλεμο», 1979]
«Και τώρα που μπορούμε χωρίς συνέπειες να κάνουμε κριτική
/ χρόνια που φτάνουν μέχρι τη Συμφωνία της Βάρκιζας. / Και μπορούμε όλα να τα μετρήσουμε. Και την αλαζονεία εκείνων που / κέρδισαν / Και την πονηριά των άλλων που δίστασαν / Με ποιους το μέρος θα πάνε… / Μοναδικό μας κέρδος να στεκόμαστε… / χωρίς τύψεις / Μπροστά στις ασπρόμαυρες φωτογραφίες των / ακρωτηριασμένων συντρόφων μας.» [«Το βάσανο της λησμονιάς»]
«Τη νύχτα που ρίξανε απ’ τους καγκελόφρακτους φεγγίτες / Στραφταλιστές φλόγες τα γδαρμένα όνειρα τους / Και πήραν φωτιά οι σημαίες μπροστά στην πύλη, / Ο απεγνωσμένος απόηχος της φωνής τους / Έφτανε κι έσπαζε / Σαν πυροτέχνημα στο παράθυρο, πορτρέτο του / Κι έλουζε την ερημιά της καθημερινότητας του…»
[«Νυχτερινό άσμα (τη 17η Νοέμβρη 1997)»)]
Τα συμπεράσματα απ’ την ιστορική πρόσληψη στα ποιήματα του Άρη «σκάνε» πάνω στους λιμενοβραχίονες της πραγματικότητας της σύγχρονης Ελλάδας τις δεκαετίες απ’ τη μεταπολίτευση:
«Τα σαλιγκάρια της «σειράς μας» / Ακροβατούν στις σκάλες του Υφυπουργείου Νέας Γενιάς / …Μεγάφωνα στη διαπασών / Προσκυνούν τη χάρη σου λαέ μου… / Όλοι οι δρόμοι σήμερα / Οδηγούν στο αύριο… / Δέκα χρόνια μετά / Πόσο μακρινή κείνη η νύχτα της φωτιάς… / Πόσος σκοτεινός ο ουρανός απόψε…»
[«Δέκα χρόνια μετά»]
«Εν τω μεταξύ η Ελλάδα εξακολουθεί να ταξιδεύει με πλαστικές πιρόγες / Και υπό Παναμαϊκή σημαία κότερα στα μικρά νησιά /
Στους αγκανθώνες των Γενοβέζικων κάστρων / Κάτω από Αυγουστιάτικο φεγγάρι / Καλλιτέχνες του λαού δίνουν επιχορηγούμενες συναυλίες / …Συντρίβοντας τις τοπικές προκαταλήψεις / Με τις εγγονές του Χίτλερ και του Σκόμπυ / Στους απαλλοτριωμένους ταρσανάδες της Μήθυμνας» [«Στην αύρα του Αιγαίου»]
«Στα ίδια νερά που τα εκποίησαν κομματικοί νομάρχες / Και ξεπεσμένες καμπίσιες αλεπούδες / Ο Γιώργος ψάρευε κεφαλόπουλα και τρυγόνες / Πριν γίνει κύκλος με μαρκαδόρο στη φωτογραφία / Του «Ταχυδρόμου» απ’ την Αμμόχωστο… / Τώρα εδώ / Η θάλασσα μας είναι μια αρρωστημένη υποψία / Κι οι επιβήτορες status quo / …Έχω βαρεθεί να εξηγώ και να συγχωρώ / Χίλιες φορές μας έδιωξαν με φωτιά και σίδερο / Χίλιες φορές γυρίσαμε με καημό και δάκρυ. / Αγαπήσαμε άπληστα τον τόπο αυτό / Άλλο είναι το σήμερα τώρα εδώ.» [«Τώρα εδώ…», Λέσβος 1998]
Για να καταλήξει αυτή η περιήγηση στη διαπίστωση: «Πατρίδα μου κατάντησες μια ατέλειωτη πινακοθήκη ηλιθίων.» [«Τη νύχτα που ξημερώσαμε τον Αλέξη»]
Ή, στο πιο πρόσφατο: «Μόνο εμείς ακόμα αναστενάζουμε / Δεμένοι στον πάγκο της γαλέρας.» [«Ημέρες και νύχτες του 2010»]
Μερικές φορές ο απολογισμός οδηγεί σε μια στάση νοσταλγική: «Μανούλα μου / Κάποτε είχαμε πρόσωπα καθαρά. / Μέσα στη ματιά μας / Του Αιγαίου δειλινά φεγγοβολούσαν. / Μανούλα μου / Γίναμε τοπία ομίχλης θλιβερά. / Μέσα στην καρδιά μας / Πασχαλιές κι εντελβάις μοσχοβολούσαν.» [«Της μάνας»]
Άλλοτε η αναφορά αποπνέει απογοήτευση: «Χίλιες ευχές και σ’ αγαπώ αιώνια, πήγαν χαράμι / Τώρα στο δρόμο μαρσάρει ήλιος με δόντια χαλασμένα. / Με δανεικό εισιτήριο ζήσαμε ό,τι ζήσαμε… / Κι ώσπου να φτάσουμε σε μια στάση / Το φευγιό θα μας έχει γεράσει. / Τέντες και μαυσωλεία για τις αλήθειες και τα ψέματα στήσαμε.» [«Ζωή με δόσεις», 1.2.210]
Άλλοτε είναι οργισμένη: «Αντί για μίσος φωτιά στο στόμα / Και μίσος στην καρδιά. / Μη σε τρομάζει η λέξη. / Ατέλειωτο μίσος / Γι’ αυτούς που με τα χρώματα της νύχτας / Στόλισαν το χαμόγελο της μάνας σου.»
[«Τρία μάτια στο Αιγαίο- Στο σ. Ονέρ Σενόλ», Λαύριο 1984]
΄Αλλοτε η αναφορά είναι πεισματική: «Θα σταθείς στη σειρά βρίζοντας της πατρίδας το χάλι. / Στους πάγκους που πουλάνε με το κιλό θαύματα…. / Θέλει ψυχή και ζόρι / να λες είμαι απ’ τα Βαλκάνια. / Όταν όλοι τα παρατούν, εσύ να επιμένεις.» [«Βαλκάνια»]
Άλλοτε πάλι η αναφορά, προσφεύγοντας στους λαϊκούς ανθρώπους, γίνεται παρηγορητική: «Η γειτονιά μου ψυχή / Των ταπεινών / Των ξεπεσμένων / Των κυνηγημένων. / Στους ασβεστωμένους αυλότοιχους μάθαμε / Να γράφουμε αλάθητα το πάθος μας για λευτεριά. / Γίναμε παλικάρια / Όταν γκρεμίζαν τις παράγκες μας / Κι εμείς τραγουδώντας / Φυτεύαμε γεράνια πάνω στα χαλάσματα.» [«Εξομολόγηση»]
Πίσω απ’ τη διαλεκτική όλων των στάσεων επανέρχεται απόλυτα επίκαιρη σήμερα η διαπίστωση του «1984»:
«Σήμερα η κυριαρχία σας καθολική. / Αύριο;»
------------------------------------------
Θα ήθελα να έχω χρόνο ν΄ αναφερθώ στον ερωτισμό στην ποίηση του Άρη Ταστάνη, στις πραγματικές και φανταστικές φίλες του με τα γοητευτικά ονόματα, ένα ολόκληρο, εξαιρετικά όμορφο, κεφάλαιο.
Θα ήθελα να αναφερθώ στις επιρροές του. Στην απόλυτα καθοριστική του Καββαδία, στον Χικμέτ, στην κοινή μας αγάπη για τον ξεχασμένο σήμερα Φώτη Αγγουλέ, στον Τάσο Λειβαδίτη και στην Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ, στις επιδράσεις των εικαστικών στο έργο του, καθώς η ποίηση του είναι μια ποίηση ξεκάθαρα εικονογραφική – του Θεόφιλου, που περιφρονούσαν οι νοικοκυραίοι, του Τάσου, [ο στίχος του Άρη «Αρχάγγελλοι αντάρτες κρυμμένοι στο δώμα» στα μάτια μου ανοίγει όλη την πινακοθήκη χαρακτικών αγγέλων ανταρτών του Τάσσου], της Κατράκη, που τα χαρακτικά της εικονογράφησαν προηγούμενη συλλογή του Άρη, στις φιγούρες που επέδρασαν ταυτόχρονα αισθητικά, στοχαστικά και πολιτικά κι αφηγείται γι’ αυτές στην ποίηση του: τον Τσε, τον Παναγούλη, τον Βίκτορ Χάρα. Τα χιλιάδες υποδείγματα και παραδείγματα, επιρροές έμμεσες κι άμεσες μέσα απ’ τις χιλιάδες σελίδες των διαβασμάτων του.
Θα ήθελα ν΄ αναφερθώ στα «φιλαράκια» του, που ανοίγουν κλωτσώντας την πόρτα του δωματίου του, σύμφωνα μ΄ ένα στίχο του, κι όλα μερεύουν και συγχωρούνται - ακόμα και τ’ ότι δεν τον πήραν μαζί στο Φεστιβάλ επικαλούμενοι τις λακκούβες του Άλσους, το ακατάλληλο του χώρου για το αναπηρικό του καρότσι…
Θα ήθελα να μιλήσω για το ύφος της ποίησης του, για την ιδιόρρυθμη στίξη, τις τελείες εκεί που θα ‘λεγες πως δε χρειάζονται παρά μόνο για να προσθέσουν αμφισημία στα νοήματα, για τον εξίσου δομικά αντιφατικό ελεύθερο στίχο του με ρίμα, που στιγμές-στιγμές προσδίνει στις λέξεις του ρυθμό κρουστών.
Θα ήθελα να μιλήσω για το διεθνισμό του, για τη σχέση της εσωτερικής με την ελληνική προσφυγιά και τα «προσφυγάκια» - όπως αποκαλεί με αγάπη στην ποίηση του τους ξένους πολιτικούς κι οικονομικούς πρόσφυγες, που άλλοτε ζωντανοί κι άλλοτε ως σωροί πτωμάτων εξωκοίλουν ακόμα και σήμερα, τα χρόνια της κρίσης, στ΄ ακρογιάλια της Λέσβου.
Θα ήθελα προπαντός να μιλήσω για αυτό που διαπερνά όχι μόνο το 4ο κεφάλαιο, με τίτλο «Από το κάθισμα του αναπηρικού αμαξίδιου», των Ταξιδιών του, αλλά ολόκληρο το ποιητικό του έργο: Τη σπαρακτική και ταυτόχρονα ψύχραιμα επεξεργασμένη σχέση της ποίησης του με την τραχιά εικόνα που ο ίδιος ξεδιπλώνει της αναπηρίας του, καθώς συνειδητά εκθέτει τις πιο μύχιες στάσεις του - και στις πιο σκοτεινές ώρες του ωστόσο επιτρέποντας να περάσει το φως – πλάι στο πραγματικό σκοτάδι των ανθρώπινων σχέσεων και της κοινωνικής πραγματικότητας.
Δε μπορώ να κάνω τίποτα απ’ τα παραπάνω, έχω ήδη ξεπεράσει το χρόνο μου. Ο ίδιος o Άρης έχει γράψει σχετικά με όλα αυτά απολύτως επιγραμματικά:
«Όμως εγώ
Που έτσι τα ‘φερε η μοίρα
Να μεγαλώσω διαβάζοντας ποιήματα…
Εγώ λοιπόν που έτσι τα ’φερε η τύχη
Έγραψα κι εκατοντάδες ποιήματα τις σκληρές νύχτες.
Δεν έχει σημασία πως τα έγραψα.
Προσωπική υπόθεση.»
[«Ανοιχτή επιστολή»]
Θα ήθελα λοιπόν μόνο δυο πράγματα να πω ακόμα.
Το πρώτο αφορά την ποίηση του, και το έχει γράψει ο Μαξ Φρις για τον προσδιορισμό αυτού που ο ίδιος ονόμαζε «αληθινή ποίηση»: «Παραμένει ποίημα, ακόμα κι αν το διαβάσω μέσα σε μια κουζίνα. Χωρίς κεριά, χωρίς κουαρτέτο εγχόρδων και λουλούδια. Έχει κάτι να μου πει.»
Αυτό συμβαίνει και με την ποίηση του Άρη.
Το δεύτερο αφορά τον ίδιο:
Δε συμφωνώ με το χαρακτηρισμό του ως «ο πιο σημαντικός ποιητής με αναπηρία». Ο Άρης Ταστάνης είναι σημαντικός ως δημιουργός, τελεία. Κι ο ίδιος αυτό είναι που δίκαια διεκδικούσε το 1976 στο ποίημα του «Εκ βαθέων!», αφιερωμένο στους ζωγράφους με το πόδι και το στόμα:
«…με τα κορμιά μας τα σημαδεμένα
Θα στείλουμε σ’ όλα τα μήκη και πλάτη
Εκ βαθέων το μήνυμα:
“ Αδέρφια μας του κόσμου τούτου…
Κι εμείς μπορούμε να γίνουμε
Σαν κι εσάς δημιουργοί! ” »
Κι αυτό ο Άρης Ταστάνης το κατάκτησε κυριολεκτικά με το σπαθί του!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου