Δευτέρα 12 Μαρτίου 2012

Το νέο κόμμα του Π. Καμμένου και οι προοπτικές της ελληνικής ακροδεξιάς



Το νέο κόμμα του Π. Καμμένου
και οι προοπτικές της ελληνικής ακροδεξιάς


Η αναγγελία του νέου κόμματος «Ανεξάρτητοι Έλληνες» από τον κ. Καμμένο, και επίσημα πλέον σήμερα στο Δίστομο, είναι ένα γεγονός που δεν μπορεί να αφεθεί ασχολίαστο από τους μαρξιστές και τους αριστερούς σχολιαστές. Πολύ περισσότερο, όταν οι δημοσκοπήσεις (με όλες τις επιφυλάξεις που μπορεί να έχει κανείς γι’ αυτές) δείχνουν ότι πολύ πιθανά θα εξασφαλίσει την είσοδό του στη Βουλή, πετυχαίνοντας ένα ικανοποιητικό ποσοστό, συγκρίσιμο ή και μεγαλύτερο εκείνου του ΛΑΟΣ. Είναι ουσιώδες, λοιπόν, να πούμε δυο λόγια για το νέο αυτό κόμμα, την ταυτότητα και τις προοπτικές του, καθώς και τις προοπτικές που ανοίγει για τον ευρύτερο ακροδεξιό χώρο. Φυσικά, για την ώρα, αυτό μπορεί να γίνει μόνο με μια δόση επιφύλαξης, καθώς η διαδικασία συγκρότησής του βρίσκεται ακόμη στην αρχή και πολλά επιμέρους σημεία παραμένουν ασαφή.

Ο ίδιος ο κ. Καμμένος εμφανίζεται στις ομιλίες του ως εκφραστής μιας υπερταξικής θέσης και πολιτικής, που μπορεί να εκφράσει όλους τους «Έλληνες πατριώτες». Χαρακτηριστική ήταν η δήλωσή του στο Δίστομο: «Η ιδεολογία μας είναι ξεκάθαρη. Είμαστε δεξιοί, είμαστε κεντρώοι, είμαστε αριστεροί, μα πάνω από όλα είμαστε Έλληνες». Τέτοιου είδους διακηρύξεις όμως, ακόμη και αν θεωρηθούν ειλικρινείς και καλοπροαίρετες, ούτε πρωτότυπες είναι, ούτε επιτρέπεται να θολώνουν τις πραγματικές διαχωριστικές γραμμές, δηλαδή τις κοινωνικές τάξεις. Αν ο κ. Καμμένος δεν αναγνωρίζει τις ταξικές γραμμές, οι ταξικές γραμμές δεν παύουν να αναγνωρίζουν τον κ. Καμμένο. Και οι γραμμές αυτές, η φυσιογνωμία του κόμματός του, οι δυνάμεις στις οποίες στηρίζεται, οι προσωπικότητες που δείχνει να προσελκύει, οι πολιτικές και ιδεολογικές του θέσεις, επιτρέπουν ήδη ένα αρκετά σαφή προσδιορισμό του χαρακτήρα του.
Το κόμμα του κ. Καμμένου είναι άλλο ένα κόμμα που εντάσσεται στο χώρο της ελληνικής ακροδεξιάς, εκπροσωπούμενο ήδη από το ΛΑΟΣ και τη Χρυσή Αυγή, καθώς και άλλες μικρότερες οργανώσεις, ομάδες συμφερόντων στο χώρο των ΜΜΕ, μερίδες άλλων κομμάτων, κοκ. Όσο και αν ο ίδιος μπορεί να θεωρεί τον εαυτό του «επαναστάτη» και «πολέμιο» του κατεστημένου, η υπερταξική ρητορική του έχει χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν από όλα τα κόμματα του κατεστημένου, ξεκινώντας από τη σοσιαλδημοκρατία και τον παραδοσιακό φιλελευθερισμό και φτάνοντας ως τους φασίστες, που επίσης εμφανίζονταν ως οι φορείς της «εθνικής λαϊκής ενότητας». Η ιδιαίτερη εκδοχή αυτής της ρητορικής που πρεσβεύει ο κ. Καμμένος, ωστόσο, συνδυασμένη με τον εθνικισμό-πατριωτισμό, την ψευδο-ριζοσπαστική καταγγελία του κατεστημένου, κ.λπ., συνιστά διακριτικό γνώρισμα των ακροδεξιών κομμάτων, όχι των παραδοσιακών φιλελεύθερων και των ρεφορμιστών.
Από αυτή την άποψη, θα μπορούσε να πει κανείς, το κόμμα του κ. Καμμένου δεν φέρνει κάτι νέο, διαφέροντας ουσιαστικά λίγο στο επίπεδο της γενικής πολιτικής από το ΛΑΟΣ. Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν επιμέρους διαφορές, οι οποίες πρέπει να επισημανθούν και να αποτιμηθούν.
Το πρόβλημα της ελληνικής ακροδεξιάς, όπως διαμορφώθηκε την τελευταία δεκαετία με κυρίαρχο εκφραστή το ΛΑΟΣ, ήταν ότι δεν μπορούσε να ξεφύγει από ορισμένες τυποποιημένες αναφορές και να αποκτήσει ευρύτερα ακροατήρια. Η φυσιογνωμία της, ένας ντεμοντέ συνδυασμός της χριστιανορθόδοξης παράδοσης, του εθνικισμού και της ωμής καταγγελίας των μεταναστών, μπορεί να έβρισκε απήχηση σε ορισμένα κοινωνικά στρώματα και να άγγιξε κάπως μια μερίδα της νεολαίας επί Χριστόδουλου. Μακροχρόνια όμως δεν μπορούσε να αποκτήσει ισχυρές ρίζες, ιδιαίτερα στη νέα γενιά. Κατά μείζονα λόγο αυτό ισχύει για τους φασίστες της Χρυσής Αυγής, της οποίας η απήχηση – χωρίς να υποτιμάται ο κίνδυνος που αντιπροσωπεύει η πιθανή είσοδος της στη Βουλή – περιορίζεται κυρίως σε υποβαθμισμένες περιοχές με υψηλό ποσοστό μεταναστών. Τέλος, και η «λαϊκή δεξιά» της ΝΔ, που φαίνεται να αποτελεί έναν από τους άξονες του νέου σχήματος, διακρινόταν, στο πρόσωπο των εκφραστών της τύπου Ψωμιάδη, για την παρωχημένη, γραφική φυσιογνωμία της.
Το κόμμα του κ. Καμμένου αντιπροσωπεύει μια προσπάθεια να δημιουργηθεί ένας κατά βάση ακροδεξιός σχηματισμός, μια εκδοχή της «λαϊκής» και «ριζοσπαστικής» δεξιάς, που θα είναι ικανή να απευθυνθεί σε ευρύτερα ακροατήρια. Αυτό επιδιώκεται μέσα από τη συγκρότηση ενός πιο «συγχρονιζέ», «νεανικού» και «διαδικτυακού» πολιτικού λόγου, που ενώ διατηρεί τα βασικά γνωρίσματα του ακροδεξιού προφίλ, τείνει να τα λειαίνει και να τα επικαλύπτει με μια πιο ουδέτερη εικόνα ρεαλιστικής και αδογμάτιστης προσέγγισης των προβλημάτων, τυπικός εκφραστής της οποίας είναι ο φημολογούμενος ως υποψήφιος του κόμματος καθηγητής Βαρουφάκης. Αυτό φέρνει το νέο κόμμα κοντά στα «μοντέρνα» ακροδεξιά κόμματα που ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια τα τελευταία χρόνια σε χώρες της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης, όπως η Ολλανδία, το Βέλγιο, η Νορβηγία, η Ουγγαρία, κ.ά. – κόμματα που ενώ παρέχουν το ιδανικό περιβάλλον για την ευδοκίμηση των διαφόρων Μπρέιβικ, από την άλλη κατορθώνουν να αποσπούν ποσοστά της τάξης του 15-20%.
Παρά τις επικαλύψεις, το κοινό του νέου κόμματος δεν φαίνεται έτσι να είναι το λούμπεν εργατικό στοιχείο στις φτωχογειτονιές, ούτε οι ακραία εθνικιστικοί ψηφοφόροι του Καρατζαφέρη. Πρόκειται μάλλον για ένα πιο πλατύ μεσοαστικό χώρο, που χτυπιέται έντονα από την κρίση και αναζητά ένα τρόπο να εκφράσει τη δυσαρέσκειά του, χωρίς να στρέφεται όμως ακόμη ενάντια στο σύστημα, αλλά μόνο ενάντια στους «κακούς» και «προδότες» εκπροσώπους του, αναζητώντας κάποιους καλύτερους1. Σε αυτή τη μερίδα επιχειρείται να δοθεί, μέσα από την αντιμνημονιακή ρητορική, μια κατάλληλη συστημική, συντηρητική διέξοδος. Τα ότι το νέο κόμμα βρίσκεται σαφώς στα δεξιά του δικομματισμού, και όχι ένα κλικ πιο «αριστερά», όπως μπορεί να βρεθούν τυχόν κόμματα που θα σχηματίσουν «αντιμνημονιακοί» αποχωρήσαντες βουλευτές του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, προσδιορίζει ακριβώς το ιδιαίτερο, αντικειμενικά ακροδεξιό στίγμα του: κάτι σαν ένας συνδετικός κρίκος ανάμεσα στην παραδοσιακή δεξιά και την επιθετική (ΛΑΟΣ) ή φασιστική (Χρυσή Αυγή) ακροδεξιά.
Ποια είναι η βάση για την εμφάνιση και την απήχηση – όχι βέβαια ανάλογη ακόμη με ό,τι βλέπουμε στο εξωτερικό – ενός τέτοιου κόμματος στη χώρα μας; Μια σειρά παράγοντες θα μπορούσε να παρατεθούν.
Ο πρώτος και πιο σημαντικός ανάμεσά τους θα βρεθεί αναμφίβολα στην επίδραση της κρίσης στη ζωή της λεγόμενης «μεσαίας τάξης». Αυτή η μερίδα των μικροαστών, παρά τις απώλειες που είχε κατά καιρούς (π.χ., στο σκάνδαλο του χρηματιστηρίου) κατόρθωνε γενικά στο παρελθόν να διατηρεί μια σχετικά άνετη διαβίωση. Σήμερα όμως η κρίση δεν επιδρά μόνο καταστροφικά στα λαϊκά στρώματα, που θίγονταν και πριν και ήταν συνηθισμένα στις δυσκολίες, αλλά και σε αυτές τις μεσαίες ομάδες, που βρίσκονται ξαφνικά σε μια εξίσου ή και χειρότερα δεινή θέση χωρίς να έχουν βιώσει ποτέ ανάλογες εμπειρίες.
Βέβαια, η κρίση επιδρά σε αυτά τα στρώματα σε διαφορετικό βαθμό. Ένα μέρος τους πετιέται κατευθείαν από μια άνετη ζωή στην ανεργία και την ανέχεια· ένα άλλο υφίσταται απλά σημαντικές απώλειες στα εισοδήματά του χωρίς να έχει ξεπέσει ακόμη στην ακραία αθλιότητα. Ανεξάρτητα από τέτοιες διαφορές, όμως, διακρίνονται από μια κοινή νοοτροπία, αποκτημένη από τις προηγούμενες συνθήκες ζωής τους. Η για δεκαετίες καλλιεργημένη λογική του βολέματος, που τα έκανε στο παρελθόν πελατεία των παραδοσιακών αστικών κομμάτων· η έλλειψη συμμετοχής σε αγώνες και δεσμών με το εργατικό κίνημα· οι ψευδαισθήσεις για τη μονιμότητα της προηγούμενης ικανοποιητικής κατάστασής τους – όλα αυτά αποτελούσαν και αποτελούν ακόμη σε αρκετό βαθμό διακριτικά γνωρίσματα της οπτικής τους. Βέβαια οι επώδυνες εμπειρίες τους τα έφεραν, πράγμα θετικό, σε επαφή με το κίνημα, στο οποίο ένα μέρος τους συμμετείχε ως μια από τις συνιστώσες στις κινητοποιήσεις των πλατειών, και θα μπορούσε, κάτω από όρους, να τα φέρουν και στην επιρροή της Αριστεράς. Αλλά η συνείδησή τους καθυστερεί σε σχέση με τα συμφέροντά τους και η ανυπομονησία τα κάνει να αναζητούν εύκολες λύσεις, που υπό τις παρούσες συνθήκες είναι όλες ψευδεπίγραφες και αντιδραστικές. Για μια μερίδα αυτών των στρωμάτων όλα θα ήταν εντάξει αν μπορούσε κάπως να επιστρέψουν στην παλιά κατάστασή τους, ένα πνεύμα που εκφράζουν τυπικά δυσαρεστημένοι παράγοντες του κατεστημένου στα ΜΜΕ όπως ο κ. Τράγκας, που φέρεται να διάκειται ευνοϊκά στο νέο κόμμα. Αυτά τα περιστατικά, και η αδυναμία της Αριστεράς να διαμορφώσει τους όρους για μια ριζοσπαστική διέξοδο, με την ευθύνη κυρίως της νεοσταλινικής ηγεσίας του ΚΚΕ, κάνουν τους κατεστραμμένους και πληττόμενους μεσοαστούς ένα πρόθυμο και προνομιακό ακροατήριο για δυνάμεις όπως το κόμμα του Καμμένου.
Μπορεί ένα τέτοιο κόμμα να ευδοκιμήσει μακροχρόνια στη χώρα μας; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα, κατά τη γνώμη μας, πρέπει να είναι κατ’ αρχήν αρνητική.
Στις ανεπτυγμένες χώρες της Βόρειας Ευρώπης ο σχηματισμός ανάλογων κομμάτων αποτέλεσε, κατά κάποιο τρόπο, ένα είδος προληπτικής άμυνας των μικροαστών. Αυτές οι χώρες έχουν, συγκριτικά, μια σαφώς πιο πολυπληθή μεσαία τάξη, που δεν έχει ακόμη καταστραφεί, τουλάχιστον στον ίδιο βαθμό, από την κρίση, ενώ το «μεταναστευτικό πρόβλημα» είναι εκεί πολύ λιγότερο αισθητό. Στις συνθήκες αυτές ήταν δυνατό να διατηρηθεί ακόμη, με μια παραπέρα συμπίεση της εργασίας, μια συγκριτική ευμάρεια για ένα μέρος της μεσαίας τάξης. Στην Ελλάδα, αντίθετα, η καταστροφή και η λεηλασία των μεσαίων εισοδηματικά ομάδων έχει ήδη βασικά συντελεστεί και τα έτσι κι αλλιώς στενά περιθώρια του ελληνικού καπιταλισμού για τη συντήρησή τους εξαλείφονται από τα μνημόνια. Επιπλέον, δεν υπάρχει καμιά ουσιαστική άμεση ή μακροχρόνια προοπτική για μια βελτίωση της κατάστασης: η Ελλάδα, όπως και οι άλλες χώρες του Νότου, είναι απλά μια σανίδα πάνω στην οποία πατούν οι πλούσιες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για να βγάλουν το δικό τους κεφάλι έξω από το νερό. Στις συνθήκες αυτές, ακόμη και αν το κόμμα του κ. Καμμένου καταφέρει να αποκτήσει αρχικά μια υπολογίσιμη επιρροή και να διατηρήσει για ένα διάστημα το «αντιπολιτευτικό-αντιμνημονιακό» προφίλ του, αναπόφευκτα θα εκτεθεί ως αναξιόπιστο και θα έχει την τύχη των τωρινών παραδοσιακών δυνάμεων του κατεστημένου.
Ένας δεύτερος παράγοντας που καθιστά προβληματικές τις προοπτικές του νέου κόμματος, είναι το γεγονός ότι οι πολιτικές μετατοπίσεις στην Ελλάδα σε αυτή την περίοδο κινούνται, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, περισσότερο προς τα αριστερά, παρά προς τα δεξιά. Η ίδια η ανάπτυξη του κινήματος των «Αγανακτισμένων» την τελευταία διετία, παρά τις συγχύσεις και τη συμμετοχή ορισμένων συντηρητικών ομάδων, αντιπροσώπευε βασικά μια κινηματική, ριζοσπαστική απάντηση στην κρίση, βάζοντας τη σφραγίδα της και στις συντελούμενες πολιτικές ανακατατάξεις. Οι συνεχώς επαναλαμβανόμενες ανησυχίες ταγών του κατεστημένου όπως ο Καρατζαφέρης για τον αυξημένο ρόλο της Αριστεράς, αποτελούν αδιάψευστη απόδειξη αυτών των τάσεων.
Όλα αυτά όμως δεν σημαίνουν ότι επιτρέπεται να υποτιμηθεί ο κίνδυνος που αντιπροσωπεύει το κόμμα του κ. Καμμένου και η ακροδεξιά γενικότερα. Ο Καμμένος ποντάρει σε κάποια ατού, όπως η «συνεπής» αντιμνημονιακή στάση, η μη συμμετοχή στη συγκυβέρνηση, η δήθεν κριτική σε όλο το «πολιτικό σύστημα της μεταπολίτευσης», κ.λπ., που φέρνουν άμεσα το κόμμα του σε μια ευνοϊκή θέση συγκριτικά με τις παλινωδίες του ΛΑΟΣ. Αν και αυτά δεν έχουν ιδιαίτερη ουσία – για παράδειγμα, θα μπορούσε να επισημάνει κανείς ότι και ο ίδιος κ. Καμμένος έμεινε ουσιαστικά στη ΝΔ ως τη μέρα ψήφισης του Μνημονίου 2 – δεν αποκλείεται να φέρουν στο νέο κόμμα μια μερίδα των διαγραμμένων «αντιμνημονιακών» βουλευτών και να του διασφαλίσουν μια εκλογική απήχηση.
Αλλά και γενικότερα, το γεγονός ότι σε αυτές τις εκλογές υπάρχει για πρώτη φορά ενδεχόμενο στην πρόσφατη ελληνική ιστορία να προκύψει μια Βουλή με τρία κόμματα της ακροδεξιάς αποτελεί από μόνο του ένα σοβαρό λόγο ανησυχίας. Ακόμη περισσότερο όταν η αδιαφορία του μεγαλύτερου μέρους της επίσημης Αριστεράς σχετικά με τον ακροδεξιό κίνδυνο και η διείσδυση που έχει επιτύχει ο εθνικισμός σε ορισμένες πτέρυγές της – η συνεργασία του ΚΚΕ με αντιδραστικούς εθνικιστές όπως η Λιάνα Κανέλλη, η προβολή των θεωριών περί «ξένης κατοχής» από ορισμένες αριστερές ομάδες, η εμφανής ύπαρξη μιας εθνικιστικής συνιστώσας σε φορείς όπως το ΕΠΑΜ του Καζάκη και η Σπίθα (παρά τον αναμφίβολα πολύ θετικό προσωπικό ρόλο του Μίκη Θεοδωράκη στην κοινωνική αφύπνιση την τελευταία χρονιά) – αφήνει ένα ελεύθερο πεδίο στην ακροδεξιά δημαγωγία.
Βέβαια, ακόμη και στη χειρότερη περίπτωση, που και τα τρία ακροδεξιά κόμματα καταφέρουν να μπουν στη Βουλή, θα μπορούν, αν οι προβλέψεις επιβεβαιωθούν, να υπολογίζουν σε μια δύναμη της τάξης του 10-15%, ανάλογη ίσως εκείνης ενός από τα κόμματα της Αριστεράς. Αυτό ασφαλώς δεν θα είναι κάτι καθόλου ευκαταφρόνητο, σε σύγκριση με την ανυπαρξία τους πριν μια δεκαετία. Ταυτόχρονα όμως δείχνει ότι ο κίνδυνος ίσως δεν είναι ακόμη τόσο πιεστικός όπως σε άλλες χώρες της Ευρώπης, όπου η ακροδεξιά έχει ήδη καταλάβει ισχυρότερες θέσεις. Οπωσδήποτε, υπάρχει ακόμη μια ευκαιρία για τις δυνάμεις της Αριστεράς να δώσουν μια ριζοσπαστική, αντισυστημική απάντηση στην κρίση, που δεν θα διαρκέσει όμως αιώνια.
Από όλες τις ευρωπαϊκές ομόλογές της, η ελληνική ακροδεξιά, με τα τρία φανερά της κεφάλια (ΛΑΟΣ, Χρυσή Αυγή, Ανεξάρτητοι Έλληνες) και τα άλλα τόσα κρυφά (η μερίδα της ΝΔ που θα συσπειρωθεί γύρω από τους Βορίδη-Γεωργιάδη, ο αυριανισμός και ο ευρύτερος κίτρινος Τύπος στιλ «Πρώτο Θέμα», Realnews, κ.λπ., οι παραστρατιωτικές ομάδες που φαίνεται να οργανώνονται2 κοκ) θυμίζει περισσότερο το αρχαίο μυθικό τέρας, τη Λερναία Ύδρα. Αλλά για την ώρα θυμίζει αυτό το τέρας μόνο στη μορφή και όχι – ακόμη – στη δύναμη. Είναι μια Λερναία Ύδρα που το κεντρικό της κεφάλι, ο ΛΑΟΣ, φαίνεται να παραπαίει ζαλισμένο, ενώ το δεξιό, η Χρυσή Αυγή, και το «αριστερό», το κόμμα του κ. Καμμένου, δείχνουν σημάδια ζωηράδας και διεκδικούν τη θέση του.
Οι επερχόμενες εκλογές θα ξεκαθαρίσουν τελικά, ανάμεσα σε πολλά άλλα πράγματα, τα πραγματικά μεγέθη και τους εσωτερικούς συσχετισμούς της ελληνικής ακροδεξιάς. Ο πολυκεφαλισμός της όμως είναι ήδη μια έκφραση της σχετικής «ανημποριάς» της, της έλλειψης προοπτικών της, της αντικειμενικής αδυναμίας της να χαράξει μια στρατηγική που θα συνενώσει τις δυνάμεις της. Βέβαια, αν εξαιτίας μιας αποτυχίας της Αριστεράς να ανοίξει το δρόμο για μια προοδευτική διέξοδο, η ελληνική ακροδεξιά κατορθώσει να αποκτήσει όχι μόνο τη μορφή, αλλά και τη δύναμη του μυθικού τέρατος-προγόνου της, η κατάσταση μπορεί να γίνει πολύ πιο κρίσιμη. Η δημιουργία του κόμματος του κ. Καμμένου αποτελεί αντικειμενικά ένα βήμα σε αυτή την κατεύθυνση.

Σημειώσεις

1. Αν και είναι ίσως λίγο νωρίς να διακινδυνεύσει κανείς τέτοιες κρίσεις, αυτή την αίσθηση τουλάχιστον δημιουργεί μια ματιά στις σελίδες του «Ανεξάρτητοι Έλληνες» στο Facebook. Ενώ το εθνικο-πατριωτικό πνεύμα κυριαρχεί, δεν θα βρει κανείς τις οικείες από σελίδες του ΛΑΟΣ αρχαίες περικεφαλαίες, τα φασιστικής έμπνευσης σήματα και τις ακραίες εμετικές κορώνες εναντίον των μεταναστών. Ακόμη, το προφίλ εκείνων που έλκονται από το κόμμα του Καμμένου, δείχνει ένα μάλλον ανώτερο μορφωτικό επίπεδο, από το αντίστοιχο που συναντάμε στους οπαδούς του ΛΑΟΣ. Βέβαια, η διαφορά, σε επίπεδο ηγεσίας τουλάχιστον, είναι σχετική και επουσιώδης. Ο ίδιος ο κ. Καμμένος, όταν ήταν ακόμη στη ΝΔ, ασκούσε κατά καιρούς «από δεξιά» κριτική σε εκπροσώπους του ΛΑΟΣ όπως η κα Τζαβέλα, επιχαίροντας για το ότι αυτός μιλούσε για Βόρειο Ήπειρο όταν εκείνη μιλούσε για Νότια Αλβανία.
2. Βλέπε, π.χ., το σχετικό άρθρο του Κ. Νικολαΐδη, «“Ελληναράδες” στα όπλα. Τα “τάγματα ασφαλείας” ξανάρχονται», Έθνος, 10/3/2012, http://www.ethnos.gr/article.asp?catid=22768&subid=2&pubid=63628607 .


Χρήστος Κεφαλής (Συνεργάτης του Πολιτικού Καφενείου)


*Ο Χρήστος Κεφαλής είναι χημικός, μέλος της ΣΕ της Μαρξιστικής Σκέψης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου